Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐτώσιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐτώσιος''': -ον, (ἐτὸς ἐπίρρ.): Ἐπικ. ἐπίθ., [[μάταιος]], ἄσκοπος, [[ἄλογος]], [[ἀνωφελής]], Λατ. irritus, [[ὅττι]] ῥὰ οἱ [[βέλος]] ὠκὺ ἐτώσιον [[ἔκφυγε]] χειρὸς Ἰλ. Ξ. 407· ἐτώσια πίπτει ἔραζε τὰ βέλη Ρ. 633· τὰ δὲ πολλὰ ἐτώσια θῆκεν [[Ἀθήνη]], [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, Ὀδ. Χ. 256, 273· δῶρα δ’ ἐτώσιᾳ [[ταῦτα]] χαρίζεο Ω, 283: - [[ἐντεῦθεν]], [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], περιττὸς, ἐτώσιον [[ἄχθος]] ἀρούρης Ἰλ. Σ. 104· ἐτώσια πόλλ’ ἀγορεύειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 400· [[ἔργον]] ἐτ. λείπειν, λείπειν αὐτὸ ἀτέλεστον, [[αὐτόθι]] 438· ἐτώσια χερσὶ προδεικνύς, ὃ ἐστιν [[ἁπλῶς]] προσποιούμενος ὅτι θὰ κτυπήσῃ χωρὶς νὰ πράττῃ τοῦτο, Θεόκρ. 22. 102· ὡς ἀρσ., πρῶτον παρὰ Θεοκρ. 25. 236· ὡς θηλ. ἐν Ὀρφ. Λιθ. 533. - Οὐδ. ἐτώσιον, ὡς Ἐπίρρ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀργ. 698· ἐτώσια Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 893· ὁμαλὸν Ἐπίρρ. -ίως. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 246.
|lstext='''ἐτώσιος''': -ον, (ἐτὸς ἐπίρρ.): Ἐπικ. ἐπίθ., [[μάταιος]], ἄσκοπος, [[ἄλογος]], [[ἀνωφελής]], Λατ. irritus, [[ὅττι]] ῥὰ οἱ [[βέλος]] ὠκὺ ἐτώσιον [[ἔκφυγε]] χειρὸς Ἰλ. Ξ. 407· ἐτώσια πίπτει ἔραζε τὰ βέλη Ρ. 633· τὰ δὲ πολλὰ ἐτώσια θῆκεν [[Ἀθήνη]], [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, Ὀδ. Χ. 256, 273· δῶρα δ’ ἐτώσιᾳ [[ταῦτα]] χαρίζεο Ω, 283: - [[ἐντεῦθεν]], [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], περιττὸς, ἐτώσιον [[ἄχθος]] ἀρούρης Ἰλ. Σ. 104· ἐτώσια πόλλ’ ἀγορεύειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 400· [[ἔργον]] ἐτ. λείπειν, λείπειν αὐτὸ ἀτέλεστον, [[αὐτόθι]] 438· ἐτώσια χερσὶ προδεικνύς, ὃ ἐστιν [[ἁπλῶς]] προσποιούμενος ὅτι θὰ κτυπήσῃ χωρὶς νὰ πράττῃ τοῦτο, Θεόκρ. 22. 102· ὡς ἀρσ., πρῶτον παρὰ Θεοκρ. 25. 236· ὡς θηλ. ἐν Ὀρφ. Λιθ. 533. - Οὐδ. ἐτώσιον, ὡς Ἐπίρρ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀργ. 698· ἐτώσια Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 893· ὁμαλὸν Ἐπίρρ. -ίως. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 246.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />vain, inutile.<br />'''Étymologie:''' [[ἐτός]].
}}
}}