Anonymous

ἕσσα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕσσα''': ἀόρ. α΄ ἐνεργ. τοῦ [[ἕννυμι]], Ὅμ.· ἕσσαι, ἀπαρ., Ὀδ.· ἑσσάμενος, μετοχ. μέσ. ἀόρ. α΄, Ὅμ.· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἕσσαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ποιητ. ἀντὶ ἕσαι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ ἵζω, Πινδ. Π. 4. 486: γ΄ πληθ. ὁριστ. ἀορ. ἕσσαντο [[αὐτόθι]] 364. [[Κατὰ]] τὸν Veitch τὸ ἕσσαι καὶ ἕσσαντο ἀναφέρονται εἰς ἄχρηστον ἐνεστῶτα ἕω.
|lstext='''ἕσσα''': ἀόρ. α΄ ἐνεργ. τοῦ [[ἕννυμι]], Ὅμ.· ἕσσαι, ἀπαρ., Ὀδ.· ἑσσάμενος, μετοχ. μέσ. ἀόρ. α΄, Ὅμ.· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἕσσαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ποιητ. ἀντὶ ἕσαι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ ἵζω, Πινδ. Π. 4. 486: γ΄ πληθ. ὁριστ. ἀορ. ἕσσαντο [[αὐτόθι]] 364. [[Κατὰ]] τὸν Veitch τὸ ἕσσαι καὶ ἕσσαντο ἀναφέρονται εἰς ἄχρηστον ἐνεστῶτα ἕω.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. de</i> [[ἕννυμι]].
}}
}}