Anonymous

εὐεργής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐεργής''': -ές, ([[ἔργον]]) εὖ πεποιημένος, κατὰ τέχνην καὶ [[καλῶς]] εἰργασμένος, ἐπὶ ἁρμάτων, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου Ἰλ. Ε. 585· ἐπὶ πλοίων, μία δ’ ἤγαγε [[ναῦς]] [[εὐεργής]] Ω. 396, καὶ [[συχν]]. ἐν Ὀδ.· [[πηδάλιον]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 627· ἐπὶ ἱματίων, ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχουσ’ εὐεργέα λώπην Ὀδ. Ν. 224· ἐπὶ χρυσοῦ, κατειργασμένος, χρυσοῦ… εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα Ω. 274. 2) [[καλῶς]] πεποιημένος: [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ πληθ. εὐεργέα = τῷ παρὰ πεζογράφοις εὐεργεσίαι, οὐκ ἔστι [[χάρις]] μετόπισθ’ εὐεργέων Χ. 319, πρβλ. Δ. 695.
|lstext='''εὐεργής''': -ές, ([[ἔργον]]) εὖ πεποιημένος, κατὰ τέχνην καὶ [[καλῶς]] εἰργασμένος, ἐπὶ ἁρμάτων, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου Ἰλ. Ε. 585· ἐπὶ πλοίων, μία δ’ ἤγαγε [[ναῦς]] [[εὐεργής]] Ω. 396, καὶ [[συχν]]. ἐν Ὀδ.· [[πηδάλιον]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 627· ἐπὶ ἱματίων, ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχουσ’ εὐεργέα λώπην Ὀδ. Ν. 224· ἐπὶ χρυσοῦ, κατειργασμένος, χρυσοῦ… εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα Ω. 274. 2) [[καλῶς]] πεποιημένος: [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ πληθ. εὐεργέα = τῷ παρὰ πεζογράφοις εὐεργεσίαι, οὐκ ἔστι [[χάρις]] μετόπισθ’ εὐεργέων Χ. 319, πρβλ. Δ. 695.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />bien travaillé :<br /><b>1</b> au sens matériel (char, navire, vêtement);<br /><b>2</b> <i>au sens moral</i> εὐεργέα OD des bienfaits.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔργον]].
}}
}}