Anonymous

εὐεργεσία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐεργεσία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[ἀγαθοεργία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[κακοεργία]], ὡς, κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ’ [[ἀμείνων]] Ὀδ. Χ. 374, Θέογν. 548, κλ. ΙΙ. ἐυποιΐα, [[εὐεργεσία]], εὐεργεσίας ἀποτίνειν Ὀδ. Χ. 235, πρβλ. Ἡσ. Θ. 503· ἡ ἐξ Ἱστιαίου εὐ., ἡ γενομένη ὑπ’ ἐκείνου, Ἡρόδοτ. 5. 11· ἐκτίνειν ὁ αὐτ. 3. 47· εὐεργεσίας ἀποδείκνυσθαι εἴς τινας ὁ αὐτ. 3. 67· καταθέσθαι ἔς τινα Θουκ. 1. 128· εὐεργ. ποιέειν Ἡρόδ. 4. 165· προέσθαι Ξεν. Ἀν. 7. 7, 47· προσφέρειν Πλάτ. Γοργ. 513Ε· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐεργ. ἀπολαύειν Ἰσοκρ. 307D· εὐεργ. ὀφειλέταί μοι Θουκ. 1. 137, πρβλ. 32· ἀντ’ εὐεργεσίας, διὰ γενομένην εὐεργεσίαν, [[Σιμωνίδης]] 103, Θεόκρ. 17. 116· ἐπ’ εὐεργεσίας καθιστάναι τοὺς βασιλεῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 11: - [[μετὰ]] γεν., εὐεργ. τῆς πόλεως, [[εὐεργεσία]] γενομένη πρὸς τὴν πόλιν, Πλάτ. Νόμ. 850Β: - πληθ., δημόσιαι εὐεργεσίαι ἢ ὑπηρεσίαι, τὰς τῶν προγόνων εὐεργεσίας Λυσ. 142. 2, καὶ [[συχν]]. παρὰ Ρήτορσι. 2) ψηφίζεσθαί τινι εὐεργεσίαν, ἀπονέμειν τινὶ διὰ ψηφίσματος τὸ τιμητικὸν ἐπώνυμον [[εὐεργέτης]] (ἴδε τὴν λέξ.), Wolf. εἰς Δημ. 475. 11· κεῖταί σοι [[εὐεργεσία]] ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐσαεὶ [[ἀνάγραπτος]] Θουκ. 1. 129, πρβλ. Ἡρόδοτ. 5. 11, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 26, Συλλ. Ἐπιγρ. 84. 91, κλ. ΙΙΙ. «Εὐεργεσία· Ἥρα ἐν Ἄργει» Ἡσύχ.
|lstext='''εὐεργεσία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[ἀγαθοεργία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[κακοεργία]], ὡς, κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ’ [[ἀμείνων]] Ὀδ. Χ. 374, Θέογν. 548, κλ. ΙΙ. ἐυποιΐα, [[εὐεργεσία]], εὐεργεσίας ἀποτίνειν Ὀδ. Χ. 235, πρβλ. Ἡσ. Θ. 503· ἡ ἐξ Ἱστιαίου εὐ., ἡ γενομένη ὑπ’ ἐκείνου, Ἡρόδοτ. 5. 11· ἐκτίνειν ὁ αὐτ. 3. 47· εὐεργεσίας ἀποδείκνυσθαι εἴς τινας ὁ αὐτ. 3. 67· καταθέσθαι ἔς τινα Θουκ. 1. 128· εὐεργ. ποιέειν Ἡρόδ. 4. 165· προέσθαι Ξεν. Ἀν. 7. 7, 47· προσφέρειν Πλάτ. Γοργ. 513Ε· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐεργ. ἀπολαύειν Ἰσοκρ. 307D· εὐεργ. ὀφειλέταί μοι Θουκ. 1. 137, πρβλ. 32· ἀντ’ εὐεργεσίας, διὰ γενομένην εὐεργεσίαν, [[Σιμωνίδης]] 103, Θεόκρ. 17. 116· ἐπ’ εὐεργεσίας καθιστάναι τοὺς βασιλεῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 11: - [[μετὰ]] γεν., εὐεργ. τῆς πόλεως, [[εὐεργεσία]] γενομένη πρὸς τὴν πόλιν, Πλάτ. Νόμ. 850Β: - πληθ., δημόσιαι εὐεργεσίαι ἢ ὑπηρεσίαι, τὰς τῶν προγόνων εὐεργεσίας Λυσ. 142. 2, καὶ [[συχν]]. παρὰ Ρήτορσι. 2) ψηφίζεσθαί τινι εὐεργεσίαν, ἀπονέμειν τινὶ διὰ ψηφίσματος τὸ τιμητικὸν ἐπώνυμον [[εὐεργέτης]] (ἴδε τὴν λέξ.), Wolf. εἰς Δημ. 475. 11· κεῖταί σοι [[εὐεργεσία]] ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐσαεὶ [[ἀνάγραπτος]] Θουκ. 1. 129, πρβλ. Ἡρόδοτ. 5. 11, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 26, Συλλ. Ἐπιγρ. 84. 91, κλ. ΙΙΙ. «Εὐεργεσία· Ἥρα ἐν Ἄργει» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> bonne action, action honnête;<br /><b>2</b> bienfaisance, bienfait, service ; titre de bienfaiteur <i>ou</i> évergète <i>(avec les privilèges attachés à ce titre dans les villes grecques)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὐεργετέω]].
}}
}}