3,274,129
edits
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐεργετέω''': παρατ. εὐεργέτουν Ξεν. Ἀπολ. 26, Ἀγησ. 4. 4 (διάφ. γραφ. εὐηργ-): μέλλ. -ήσω: ἀόρ. εὐεργέτησα Ἰσοκρ. 52 Β, Δείναρχ. 92. 11, εὐηργ- (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις) Ἀριστοφ. Πλ. 835, Λυσίας 111. 22: πρκμ. εὐεργέτηκα Πλάτ. Πολ. 615Β, Δημ. 467 13, εὐηργ-, Λυκοῦργ. 167, 58, κτλ.: - Παθ., μετοχ. τοῦ ἀορ. εὐεργετηθείς, (ἴδε κατωτ.)· πρκμ. εὐεργέτημαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 3 (εὐηργέτ- Δινδόρφ.), Πλάτ. Κρίτων 43Α: - τὰ μνημονευθέντα παραδείγματα δεικνύουσι τὸ ἀβέβαιον παντὸς περὶ τῆς αὐξήσεως τοῦ ῥήματος κανόνος. Εἶμαι [[εὐεργέτης]], [[πράττω]] εὐεργεσίαν, [[κάμνω]] καλὸν εἴς τινα, Σοφ. Φιλ. 670. 2) κηρύττομαι ὡς [[εὐεργέτης]] (2), Ἐπιγρ. ἐν Hell. J. τ. 10. σ. 77. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[προσφέρω]] ὑπηρεσίας εἴς τινα, [[πράττω]] καλὸν [[ἔργον]], [[κάμνω]] εὐεργεσίαν εἴς τινα, τοὺς θανόντας εἰ θέλεις εὐεργετεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 725, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1540, Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., κλ.· [[ὡσαύτως]], εὐεργεσίαν εὐεργ. τινὰ Πλάτ. Ἀπολ. 36C, πρβλ. Πολ. 615Β· ὅ τι ἂν ἡμᾶς εὐεργετήσῃς [[αὐτόθι]] 345Α· [[μεγάλως]] ἢ μεγάλα εὐεργ. Ξεν. Κύρ. 8. 2, 10 καὶ 12· [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., χρήμασιν εὐεργ. [[αὐτόθι]] 2· - Παθ., [[λαμβάνω]] εὐεργεσίαν, εὐεργεσίαν εὐεργετηθεὶς Πλάτ. Γοργ. 520C· μείζονα εὐεργετημένος Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 3· καὶ τι εὐεργέτησαι ὑπ’ ἐμοῦ Πλάτ. Κρίτων 43Α· [[ὡσαύτως]], εὐεργετούμενος εἰς χρήματα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 184 Β. | |lstext='''εὐεργετέω''': παρατ. εὐεργέτουν Ξεν. Ἀπολ. 26, Ἀγησ. 4. 4 (διάφ. γραφ. εὐηργ-): μέλλ. -ήσω: ἀόρ. εὐεργέτησα Ἰσοκρ. 52 Β, Δείναρχ. 92. 11, εὐηργ- (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις) Ἀριστοφ. Πλ. 835, Λυσίας 111. 22: πρκμ. εὐεργέτηκα Πλάτ. Πολ. 615Β, Δημ. 467 13, εὐηργ-, Λυκοῦργ. 167, 58, κτλ.: - Παθ., μετοχ. τοῦ ἀορ. εὐεργετηθείς, (ἴδε κατωτ.)· πρκμ. εὐεργέτημαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 3 (εὐηργέτ- Δινδόρφ.), Πλάτ. Κρίτων 43Α: - τὰ μνημονευθέντα παραδείγματα δεικνύουσι τὸ ἀβέβαιον παντὸς περὶ τῆς αὐξήσεως τοῦ ῥήματος κανόνος. Εἶμαι [[εὐεργέτης]], [[πράττω]] εὐεργεσίαν, [[κάμνω]] καλὸν εἴς τινα, Σοφ. Φιλ. 670. 2) κηρύττομαι ὡς [[εὐεργέτης]] (2), Ἐπιγρ. ἐν Hell. J. τ. 10. σ. 77. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[προσφέρω]] ὑπηρεσίας εἴς τινα, [[πράττω]] καλὸν [[ἔργον]], [[κάμνω]] εὐεργεσίαν εἴς τινα, τοὺς θανόντας εἰ θέλεις εὐεργετεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 725, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1540, Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., κλ.· [[ὡσαύτως]], εὐεργεσίαν εὐεργ. τινὰ Πλάτ. Ἀπολ. 36C, πρβλ. Πολ. 615Β· ὅ τι ἂν ἡμᾶς εὐεργετήσῃς [[αὐτόθι]] 345Α· [[μεγάλως]] ἢ μεγάλα εὐεργ. Ξεν. Κύρ. 8. 2, 10 καὶ 12· [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., χρήμασιν εὐεργ. [[αὐτόθι]] 2· - Παθ., [[λαμβάνω]] εὐεργεσίαν, εὐεργεσίαν εὐεργετηθεὶς Πλάτ. Γοργ. 520C· μείζονα εὐεργετημένος Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 3· καὶ τι εὐεργέτησαι ὑπ’ ἐμοῦ Πλάτ. Κρίτων 43Α· [[ὡσαύτως]], εὐεργετούμενος εἰς χρήματα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 184 Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> εὐεργέτουν <i>et</i> εὐηργέτουν, <i>f.</i> εὐεργετήσω, <i>ao.</i> εὐεργέτησα, <i>pf.</i> εὐεργέτηκα <i>et</i> εὐηργέτηκα;<br />faire du bien : τινα à qqn ; εὐεργεσίαν εὐ. τινα faire du bien à qqn ; μείζονα εὐεργετημένος XÉN qui a reçu de plus grands bienfaits.<br />'''Étymologie:''' [[εὐεργέτης]]. | |||
}} | }} |