3,277,300
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔζῠγος''': Ἐπικ. ἐΰζυγος, ον, (ζυγὸς ΙΙΙ) ἐπὶ πλοίων, ἔχων καλὰ καθίσματα, νηὸς ἐϋζύγου. κατὰ τὸν Σχολ. «εὖ συζευγνυμένης», Ὀδ. Ν. 116, Ρ. 288· ἐΰζυγον ἤλασαν Ἀργὼ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 4, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ἐΰζυγον, [[ἤγουν]] εὐκάθεδρον». | |lstext='''εὔζῠγος''': Ἐπικ. ἐΰζυγος, ον, (ζυγὸς ΙΙΙ) ἐπὶ πλοίων, ἔχων καλὰ καθίσματα, νηὸς ἐϋζύγου. κατὰ τὸν Σχολ. «εὖ συζευγνυμένης», Ὀδ. Ν. 116, Ρ. 288· ἐΰζυγον ἤλασαν Ἀργὼ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 4, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ἐΰζυγον, [[ἤγουν]] εὐκάθεδρον». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰζυγος]];<br />ος, ον :<br />(vaisseau) bien joint, bien ajusté, bien construit, <i>ou sel. d’autres</i> garni de bancs commodes pour les rameurs.<br />'''Étymologie:''' εὐζεύγνυμι. | |||
}} | }} |