3,273,850
edits
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδοκιμέω''': παρατ. ηὐδοκίμουν [[Πλάτων]]. Γοργ. 515Ε· ἀόρ. ηὐδοκίμησα Ξενοφ. Κύρ. 7. 1, 46, Δημ. 7. 20: πρκμ. ηὐδοκίμηκα Άριστοφ. Νεφέλ.1031: - ἡ [[αὔξησις]] παραλείπεται ἐν τῇ Ἰάδι διαλ., Ἡρόδ. 3, 131., 7. 227, καὶ [[συχνάκις]] ἐν Ἀντιγράφοις Ἀττ. συγγραφέων, ὡς ἐν Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 2, κτλ. Εἶμαι [[εὐδόκιμος]], ἔχω καλὴν φήμην, τιμῶμαι, εἶμαι [[ἔντιμος]], [[δημοτικός]], Θέογν. 587, Εὐρ. Ἀποσπ. 550, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λυσίας 173. 40, κτλ.: - εὐδοκιμῶ ἔν τινι, διακρίνομαι ἔν τινι, εὐδοκιμῶ, Ἡρόδ. 1, 59, Θουκ. 2, 37· ἐπὶ σοφίᾳ ἐν πᾶσι τοῖς Ἕλλησιν Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 291 Α· ἐπί τινος Δημ. 1425. 5· τι Δίων Κ. 60. 8· [[περί]] τι Πλάτ. Πολ. 368Α, κτλ.· ἔκ ἢ ἀπό τινος Πλουτ. Δίων 34, Ἀνθ. ΙΙ. 11. 157, Δίων Κ.: - εὐδ. [[μάλιστα]] τῶν μαθητῶν Πλάτ. Πρωταγ. 315 Α· [[οὕτως]], εὐδ. διὰ πάντων τῶν βασιλέων Ἡρόδ. 6. 63: - εὐδ. παρὰ τῷ βασιλέϊ, ἔχειν δύναμιν παρ’ αὐτῷ, ὁ αὐτ. 8. 87, πρβλ. 88., 9. 20· παρὰ τισι εὐδοκιμῶν [[νόμος]] Δημ. 530. 16: - παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Κωμ. Ἀνώνυμ. 50 (Διόδ. 12. 14), Πλουτ. Γάλβ. 16. 2) ἐπὶ οἴνων, ἐδεσμάτων, κτλ., [[λίαν]] τιμῶμαι, εὐδ. [[σφόδρα]] Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 14· σκῶπες [[σφόδρα]] εὐδ., δηλ. ἡ σὰρξ αὐτῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 28: - [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων [[καθόλου]], οἱ εὐδοκιμοῦντες τῶν νόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 20· ἐπὶ κοινῶν ἐπιχειρημάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 23, 30, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ [[ὡσαύτως]], ἔχω ἐν τιμῇ, Διόδ. 4. 24. | |lstext='''εὐδοκιμέω''': παρατ. ηὐδοκίμουν [[Πλάτων]]. Γοργ. 515Ε· ἀόρ. ηὐδοκίμησα Ξενοφ. Κύρ. 7. 1, 46, Δημ. 7. 20: πρκμ. ηὐδοκίμηκα Άριστοφ. Νεφέλ.1031: - ἡ [[αὔξησις]] παραλείπεται ἐν τῇ Ἰάδι διαλ., Ἡρόδ. 3, 131., 7. 227, καὶ [[συχνάκις]] ἐν Ἀντιγράφοις Ἀττ. συγγραφέων, ὡς ἐν Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 2, κτλ. Εἶμαι [[εὐδόκιμος]], ἔχω καλὴν φήμην, τιμῶμαι, εἶμαι [[ἔντιμος]], [[δημοτικός]], Θέογν. 587, Εὐρ. Ἀποσπ. 550, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λυσίας 173. 40, κτλ.: - εὐδοκιμῶ ἔν τινι, διακρίνομαι ἔν τινι, εὐδοκιμῶ, Ἡρόδ. 1, 59, Θουκ. 2, 37· ἐπὶ σοφίᾳ ἐν πᾶσι τοῖς Ἕλλησιν Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 291 Α· ἐπί τινος Δημ. 1425. 5· τι Δίων Κ. 60. 8· [[περί]] τι Πλάτ. Πολ. 368Α, κτλ.· ἔκ ἢ ἀπό τινος Πλουτ. Δίων 34, Ἀνθ. ΙΙ. 11. 157, Δίων Κ.: - εὐδ. [[μάλιστα]] τῶν μαθητῶν Πλάτ. Πρωταγ. 315 Α· [[οὕτως]], εὐδ. διὰ πάντων τῶν βασιλέων Ἡρόδ. 6. 63: - εὐδ. παρὰ τῷ βασιλέϊ, ἔχειν δύναμιν παρ’ αὐτῷ, ὁ αὐτ. 8. 87, πρβλ. 88., 9. 20· παρὰ τισι εὐδοκιμῶν [[νόμος]] Δημ. 530. 16: - παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Κωμ. Ἀνώνυμ. 50 (Διόδ. 12. 14), Πλουτ. Γάλβ. 16. 2) ἐπὶ οἴνων, ἐδεσμάτων, κτλ., [[λίαν]] τιμῶμαι, εὐδ. [[σφόδρα]] Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 14· σκῶπες [[σφόδρα]] εὐδ., δηλ. ἡ σὰρξ αὐτῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 28: - [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων [[καθόλου]], οἱ εὐδοκιμοῦντες τῶν νόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 20· ἐπὶ κοινῶν ἐπιχειρημάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 23, 30, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ [[ὡσαύτως]], ἔχω ἐν τιμῇ, Διόδ. 4. 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ηὐδοκίμουν, <i>f.</i> εὐδοκιμήσω, <i>ao.</i> ηὐδοκίμησα, <i>pf.</i> ηὐδοκίμηκα;<br />être estimé, honoré, avoir bon renom ; <i>en parl. de choses</i> être estimé, être apprécié.<br />'''Étymologie:''' [[εὐδόκιμος]]. | |||
}} | }} |