3,274,159
edits
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐθύωρος''': -ον, κατ’ εὐθεῖαν διεύθυνσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ οὐδετ. εὐθύωρον, ὡς Ἐπίρρ. [[εὐθύς]], εὐθύωρον ἄγων, κατ’ εὐθεῖαν, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 16, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 11. 16· ὁρᾶν [[αὐτόθι]] 7. 5. (Ἡ [[κατάληξις]] -ωρος οὐδεμίαν δύναται νὰ ἔχῃ σχέσιν πρὸς τὸ ὥρα ὡς δεικνύει ἡ [[σημασία]]). | |lstext='''εὐθύωρος''': -ον, κατ’ εὐθεῖαν διεύθυνσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ οὐδετ. εὐθύωρον, ὡς Ἐπίρρ. [[εὐθύς]], εὐθύωρον ἄγων, κατ’ εὐθεῖαν, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 16, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 11. 16· ὁρᾶν [[αὐτόθι]] 7. 5. (Ἡ [[κατάληξις]] -ωρος οὐδεμίαν δύναται νὰ ἔχῃ σχέσιν πρὸς τὸ ὥρα ὡς δεικνύει ἡ [[σημασία]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />direct ; <i>adv.</i> • εὐθύωρον en ligne droite, directement.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[ὥρα]]. | |||
}} | }} |