Anonymous

εὐκαταφρόνητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκαταφρόνητος''': -ον, ὡς και νῦν, [[ἄξιος]] [[καταφρονήσεως]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 28, Κύρ. 8. 3, 1, Δημ. 45. 1, κλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Δημήτρ. 16.
|lstext='''εὐκαταφρόνητος''': -ον, ὡς και νῦν, [[ἄξιος]] [[καταφρονήσεως]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 28, Κύρ. 8. 3, 1, Δημ. 45. 1, κλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Δημήτρ. 16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut facilement dédaigner, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[καταφρονέω]].
}}
}}