Anonymous

ἕρκος: Difference between revisions

From LSJ
1,070 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕρκος''': -εος, τό, ([[ἔργω]], εἵργω) φραγμὸς οἱοσδήποτε (πᾶν ὅσον ἂν [[ἕνεκα]] κωλύσεως εἴργῃ τι περιέχον Πλάτ. Σοφιστ. 220Β) [[πέριξ]] κήπων καὶ ἀμπελώνων, Ὀδ. Η. 113, Ἰλ. Ε. 90., Σ. 564. 2) ἰδίως, [[περίβολος]] περὶ τὴν αὐλὴν οἰκίας. Ὀδ. Φ. 238, κ. ἀλλ. (πρβλ. [[ἑρκεῖος]])· [[ἕρκος]] [[ὑπερθορεῖν]] Σόλων 15. 28, Ἡρόδ. 6. 134· ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Αἴ. 1253: - [[ὡσαύτως]], τὸ περιπεφραγμένον [[μέρος]], ἡ [[αὐλή]], στὰς μέσῳ ἕρκεϊ Ἰλ. Π. 231., Ω. 306, πρβλ. Ὀδ. Θ. 57. κλ.· Κίσσιον [[ἕρκος]], δηλ. τὰ Σοῦσα, Αἰσχύλ. Περσ. 17. γαίας [[ἕρκος]], περιπεφραγμένη [[πόλις]], Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 441· [[ἕρκος]] [[ἱερόν]], δηλ. ὁ [[βωμός]], Σοφ. Τρ. 607· ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς πίννης, Πλούτ. 2. 980. 3) [[τεῖχος]] πρὸς ὑπεράσπισιν, ἕρκεϊ χαλκείῳ Ἰλ. Ο. 566· [[ἕρκος]]… ἐκ ναυηγίων περιεβάλοντο Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. 9. 99. 4) περιφρ., [[ἕρκος]] ὀδόντων. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, ποῖόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων, «[[ποῖος]] [[λόγος]] τὸ [[περίφραγμα]] τῶν σῶν ὀδόντων διέφυγε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 350, Σόλων 25 (3). 1· [[οὕτως]], ἀμείψεται [[ἕρκος]] ὀδόντων Ἰλ. Ι. 409. Ὀδ. Κ. 328· κάρχαρον [[ἕρκος]], [[ἄνευ]] τοῦ ὀδόντων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 506· [[ὡσαύτως]], ἀγγέων ἕρκεσι, ἀντὶ τοῦ ἄγγεσι, Πινδ. Ν. 10. 68· σφραγῖδος [[ἕρκος]], ὅ ἐστι [[σφραγίς]], Σοφ. Τρ. 615. 5) μεταφ., πᾶς φραγμὸς ἢ [[μέσον]] ὑπερασπίσεως, [[ἕρκος]] ἀκόντων, ἐπὶ ἀσπίδος, χρησιμευούσης ὡς [[μέσον]] ἀμύνης [[ἐναντίον]] τῶν ἀκοντίων. Ἰλ. Ο. 646, πρ Δ. 137 [[ἕρκος]] βελέων Ε. 316· [[ἕρκος]] ἰωχμοῖο, ἀμυντήριον ἐν μάχῃ ἢ καταδιώξει, ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ Νεμέου λέοντος, Θεόκρ. 25. 279, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 99· ἕρκεσιν εἴργειν κῡμα θαλάσσας Αἰσχύλ. Πέρσ. 90: ― ἐπὶ προσώπων· [[οὕτως]] ὁ [[Αἴας]] καλεῖται [[ἕρκος]] Ἀχαιῶν Ἰλ. Γ. 229., Ζ. 5., Η. 211· ἐπὶ ἀνδρείως πολεμούντων στρατιωτῶν, [[ἕρκος]] πολέμοιο Δ. 299· ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, [[ἕρκος]] Ἀχαιοῖσιν… πολέμοιο Α. 284· [[οὕτως]] επὶ τῆς Κλυταιμνήστρας, γαίας μονόφρουρον [[ἕρκος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 257· ἀπολ., Πινδ. Π. 5. 151, κτλ.: ― πρβλ. τὴν λ. [[πύργος]].· 6) ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ περιφράγματος ἢ τοῦ περιορισμοῦ, [[δίκτυον]], [[βρόχος]] πρὸς σύλληψιν κτηνῶν, Ὀδ. Χ. 469· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυν., σπίζ’ [[ὅπως]] ἐν ἕρκεσι Σοφ. Ἀποσπ. 382, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 528· πρὸς σύλληψιν ἐλάφων, Πινδ. Π. 3. 89· πρὸς ἄγραν ἰχθύων, ὁ αὐτ. Π. 2. 147· ἐν Ἡροδ. 7. 85 ἐπὶ τοῦ βρόχου τῶν Σιγαρτίων: ― μεταφ. τῆς δίκης ἐν ἕρκεσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1611, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 60, Εὐρ. Μήδ. 986, Ἠλ. 155, Βάκχ. 958· χρυσοδέτοις ἕρκεσιν… γυναικῶν, διὰ τοῦ χρυσοῦ ὅρμου δι’ οὗ ἐξηπατήθη ἡ Ἐριφύλη νὰ προδώση τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα, Σοφ. Ἠλ. 838.
|lstext='''ἕρκος''': -εος, τό, ([[ἔργω]], εἵργω) φραγμὸς οἱοσδήποτε (πᾶν ὅσον ἂν [[ἕνεκα]] κωλύσεως εἴργῃ τι περιέχον Πλάτ. Σοφιστ. 220Β) [[πέριξ]] κήπων καὶ ἀμπελώνων, Ὀδ. Η. 113, Ἰλ. Ε. 90., Σ. 564. 2) ἰδίως, [[περίβολος]] περὶ τὴν αὐλὴν οἰκίας. Ὀδ. Φ. 238, κ. ἀλλ. (πρβλ. [[ἑρκεῖος]])· [[ἕρκος]] [[ὑπερθορεῖν]] Σόλων 15. 28, Ἡρόδ. 6. 134· ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Αἴ. 1253: - [[ὡσαύτως]], τὸ περιπεφραγμένον [[μέρος]], ἡ [[αὐλή]], στὰς μέσῳ ἕρκεϊ Ἰλ. Π. 231., Ω. 306, πρβλ. Ὀδ. Θ. 57. κλ.· Κίσσιον [[ἕρκος]], δηλ. τὰ Σοῦσα, Αἰσχύλ. Περσ. 17. γαίας [[ἕρκος]], περιπεφραγμένη [[πόλις]], Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 441· [[ἕρκος]] [[ἱερόν]], δηλ. ὁ [[βωμός]], Σοφ. Τρ. 607· ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς πίννης, Πλούτ. 2. 980. 3) [[τεῖχος]] πρὸς ὑπεράσπισιν, ἕρκεϊ χαλκείῳ Ἰλ. Ο. 566· [[ἕρκος]]… ἐκ ναυηγίων περιεβάλοντο Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. 9. 99. 4) περιφρ., [[ἕρκος]] ὀδόντων. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, ποῖόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων, «[[ποῖος]] [[λόγος]] τὸ [[περίφραγμα]] τῶν σῶν ὀδόντων διέφυγε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 350, Σόλων 25 (3). 1· [[οὕτως]], ἀμείψεται [[ἕρκος]] ὀδόντων Ἰλ. Ι. 409. Ὀδ. Κ. 328· κάρχαρον [[ἕρκος]], [[ἄνευ]] τοῦ ὀδόντων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 506· [[ὡσαύτως]], ἀγγέων ἕρκεσι, ἀντὶ τοῦ ἄγγεσι, Πινδ. Ν. 10. 68· σφραγῖδος [[ἕρκος]], ὅ ἐστι [[σφραγίς]], Σοφ. Τρ. 615. 5) μεταφ., πᾶς φραγμὸς ἢ [[μέσον]] ὑπερασπίσεως, [[ἕρκος]] ἀκόντων, ἐπὶ ἀσπίδος, χρησιμευούσης ὡς [[μέσον]] ἀμύνης [[ἐναντίον]] τῶν ἀκοντίων. Ἰλ. Ο. 646, πρ Δ. 137 [[ἕρκος]] βελέων Ε. 316· [[ἕρκος]] ἰωχμοῖο, ἀμυντήριον ἐν μάχῃ ἢ καταδιώξει, ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ Νεμέου λέοντος, Θεόκρ. 25. 279, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 99· ἕρκεσιν εἴργειν κῡμα θαλάσσας Αἰσχύλ. Πέρσ. 90: ― ἐπὶ προσώπων· [[οὕτως]] ὁ [[Αἴας]] καλεῖται [[ἕρκος]] Ἀχαιῶν Ἰλ. Γ. 229., Ζ. 5., Η. 211· ἐπὶ ἀνδρείως πολεμούντων στρατιωτῶν, [[ἕρκος]] πολέμοιο Δ. 299· ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, [[ἕρκος]] Ἀχαιοῖσιν… πολέμοιο Α. 284· [[οὕτως]] επὶ τῆς Κλυταιμνήστρας, γαίας μονόφρουρον [[ἕρκος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 257· ἀπολ., Πινδ. Π. 5. 151, κτλ.: ― πρβλ. τὴν λ. [[πύργος]].· 6) ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ περιφράγματος ἢ τοῦ περιορισμοῦ, [[δίκτυον]], [[βρόχος]] πρὸς σύλληψιν κτηνῶν, Ὀδ. Χ. 469· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυν., σπίζ’ [[ὅπως]] ἐν ἕρκεσι Σοφ. Ἀποσπ. 382, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 528· πρὸς σύλληψιν ἐλάφων, Πινδ. Π. 3. 89· πρὸς ἄγραν ἰχθύων, ὁ αὐτ. Π. 2. 147· ἐν Ἡροδ. 7. 85 ἐπὶ τοῦ βρόχου τῶν Σιγαρτίων: ― μεταφ. τῆς δίκης ἐν ἕρκεσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1611, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 60, Εὐρ. Μήδ. 986, Ἠλ. 155, Βάκχ. 958· χρυσοδέτοις ἕρκεσιν… γυναικῶν, διὰ τοῦ χρυσοῦ ὅρμου δι’ οὗ ἐξηπατήθη ἡ Ἐριφύλη νὰ προδώση τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα, Σοφ. Ἠλ. 838.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> clôture, cloison, barrière, <i>particul.</i><br /><b>1</b> clôture de jardin <i>ou</i> de vigne;<br /><b>2</b> enceinte de la cour de la maison ; espace enclos, cour ; [[ἕρκος]] [[ἱερόν]] SOPH l’autel de la cour;<br /><b>3</b> clôture, enceinte, rempart (d’une ville, <i>etc.) ; p. anal.</i> [[ἕρκος]] ὀδόντων IL la barrière des dents, <i>càd</i> les deux rangées de dents qui ferment la bouche ; <i>p. ext.</i> tout ce qui sert de rempart, d’abri, de défense : [[ἕρκος]] ἀκόντων IL, [[ἕρκος]] βελέων IL, rempart contre les dards, contre les traits <i>en parl. d’un bouclier</i> ; ἕρκεσιν εἴργειν [[κῦμα]] θαλάσσας ESCHL contenir par des digues les flots de la mer ; [[ἕρκος]] πολέμοιο, rempart contre le combat;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> filet ; <i>fig.</i> ruse, intrigue, piège;<br /><b>2</b> collier.<br />'''Étymologie:''' cf. [[εἵργω]].
}}
}}