3,273,293
edits
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐπορία''': ἡ, ([[εὔπορος]]) [[τρόπος]] [[εὔκολος]] τοῦ ποιεῖν τι, [[εὐκολία]], [[ἱκανότης]], μετ’ ἀπαρ., Ἐμπεδοκλ. 347 εὐπ. ἦν ποιεῖσθαι Θουκ. 4. 52· ἀπολ., ὅτε πολλή ὑμῖν εὐπ. φαίνεται Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τὸ πορίζεσθαι ἢ ἔχειν ἀφθόνως τὰ ἀπαιτούμενα πρὸς εὐζωΐαν, τοῦ βίου Πλάτ. Πρωτ. 321Ε· τοῦ καθ’ ἡμέραν Θουκ. 3. 82· [[ὡσαύτως]], εὐπ. ἔν τινι, εὐπ. ἔκ τινος Λυσ. 168. 29, 30· [[οὕτως]], εὐπ. τῆς τύχης Θουκ. 3. 45· εὐπορίαν τῇ βδελυρίᾳ τῇ [[ἑαυτοῦ]] τοὺς συμμάχους τοὺς ὑμετέρους ποιούμενος, ποιούμενος τοὺς ὑμετέρους συμμάχους ὄργανα τῆς [[ἑαυτοῦ]] βδελυρίας, Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχου 33, 3· ἡ παρ’ [[ἀλλήλων]] εὐπ., ἀμοιβαία [[βοήθεια]], Ἰσοκρ. 129Ε· ἡ περὶ τὴν οὐσίαν εὐπ. Ἀριστ. Πολιτικ.7. 5, 2. 2) [[ἀφθονία]], χρημάτων Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 28· ἀγαθῶν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 4, 8· ἡ περὶ τὸν βίον εὐπ. Ἰσοκρ. 234Β· ἀπολ., [[εὐτυχία]], καλὴ [[κατάστασις]], [[πλοῦτος]], Ξεν. Κύρ. 3. 3, 7· ἀντίθετον τῷ [[ἀπορία]], Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 8, 4· ἐν τῷ πληθ., πλεονεκτήματα, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 253, Δημ. 59. 2· εὐπορίαι τῶν προσόδων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 6, 5· ἀρουραία εὐπ, ἀγροτικὸς γεωργικὸς [[πλοῦτος]], Ἀνθ. Π. 9. 373· μιῆς ὄιος καὶ βοὸς [[εὐπορία]], συνισταμένη ἐκ μιᾶς «προβατίνας» καὶ ἑνὸς βοός, [[αὐτόθι]] 149. II. ἀντίθετον τῷ [[ἀπορία]], [[λύσις]] ἀμφιβολιῶν καὶ δυσκολιῶν, θετικὴ [[γνῶσις]], Πλάτ. Φίλ. 15C, Ξενοφ. Οἰκ. 9. 1· ἡ [[ὕστερον]] εὐπ. [[λύσις]] τῶν πρότερον ἀπορουμένων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 1, 2. III. Εὐπορία, ἡ, ὡς κύρ. [[ὄνομα]], ἡ Ἄρτεμις ἐν Ρόδῳ, Ἡσύχ. | |lstext='''εὐπορία''': ἡ, ([[εὔπορος]]) [[τρόπος]] [[εὔκολος]] τοῦ ποιεῖν τι, [[εὐκολία]], [[ἱκανότης]], μετ’ ἀπαρ., Ἐμπεδοκλ. 347 εὐπ. ἦν ποιεῖσθαι Θουκ. 4. 52· ἀπολ., ὅτε πολλή ὑμῖν εὐπ. φαίνεται Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τὸ πορίζεσθαι ἢ ἔχειν ἀφθόνως τὰ ἀπαιτούμενα πρὸς εὐζωΐαν, τοῦ βίου Πλάτ. Πρωτ. 321Ε· τοῦ καθ’ ἡμέραν Θουκ. 3. 82· [[ὡσαύτως]], εὐπ. ἔν τινι, εὐπ. ἔκ τινος Λυσ. 168. 29, 30· [[οὕτως]], εὐπ. τῆς τύχης Θουκ. 3. 45· εὐπορίαν τῇ βδελυρίᾳ τῇ [[ἑαυτοῦ]] τοὺς συμμάχους τοὺς ὑμετέρους ποιούμενος, ποιούμενος τοὺς ὑμετέρους συμμάχους ὄργανα τῆς [[ἑαυτοῦ]] βδελυρίας, Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχου 33, 3· ἡ παρ’ [[ἀλλήλων]] εὐπ., ἀμοιβαία [[βοήθεια]], Ἰσοκρ. 129Ε· ἡ περὶ τὴν οὐσίαν εὐπ. Ἀριστ. Πολιτικ.7. 5, 2. 2) [[ἀφθονία]], χρημάτων Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 28· ἀγαθῶν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 4, 8· ἡ περὶ τὸν βίον εὐπ. Ἰσοκρ. 234Β· ἀπολ., [[εὐτυχία]], καλὴ [[κατάστασις]], [[πλοῦτος]], Ξεν. Κύρ. 3. 3, 7· ἀντίθετον τῷ [[ἀπορία]], Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 8, 4· ἐν τῷ πληθ., πλεονεκτήματα, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 253, Δημ. 59. 2· εὐπορίαι τῶν προσόδων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 6, 5· ἀρουραία εὐπ, ἀγροτικὸς γεωργικὸς [[πλοῦτος]], Ἀνθ. Π. 9. 373· μιῆς ὄιος καὶ βοὸς [[εὐπορία]], συνισταμένη ἐκ μιᾶς «προβατίνας» καὶ ἑνὸς βοός, [[αὐτόθι]] 149. II. ἀντίθετον τῷ [[ἀπορία]], [[λύσις]] ἀμφιβολιῶν καὶ δυσκολιῶν, θετικὴ [[γνῶσις]], Πλάτ. Φίλ. 15C, Ξενοφ. Οἰκ. 9. 1· ἡ [[ὕστερον]] εὐπ. [[λύσις]] τῶν πρότερον ἀπορουμένων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 1, 2. III. Εὐπορία, ἡ, ὡς κύρ. [[ὄνομα]], ἡ Ἄρτεμις ἐν Ρόδῳ, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> facilité pour faire qch, faculté de, inf. ; <i>en gén.</i> facilité, aisance, commodité;<br /><b>2</b> abondance ; <i>abs.</i> abondance de ressources;<br /><b>3</b> <i>t. de philos.</i> vue claire et distincte de qch, absence de doute, solution facile.<br />'''Étymologie:''' [[εὔπορος]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[ἀπορία]]. | |||
}} | }} |