Anonymous

εὐρωστία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐρωστία''': ἡ, καλὴ [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], Ἀριστ. π. Θαυμ. 1. 2· τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 44.
|lstext='''εὐρωστία''': ἡ, καλὴ [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], Ἀριστ. π. Θαυμ. 1. 2· τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 44.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />force, vigueur.<br />'''Étymologie:''' [[εὔρωστος]].
}}
}}