Anonymous

εὐκαμπής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκαμπής''': -ές, ([[κάμπτω]]) [[καλῶς]] κεκαμμένος, [[καμπύλος]], [[δρέπανον]] Ὀδ. Σ. 368· κληῗδ’ εὐκαμπέα Φ. 6· χαλάσασ’ εὐκαμπέα τόξα Ὁμ. Ὕμν. 27. 12· ἄροτρον, ἅρπη, κτλ., Μόσχ., κλ.· - εὐκαμπὴς τὰ κέρατα Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 15. 2· τὸ εὐκαμπὲς τῶν μελῶν ὁ αὐτ. Εἰκ. 14. ΙΙ. ὁ εὐκόλως καμπτόμενος, [[εὔκαμπτος]], κατασκευάζειν τι εὐκαμπὲς Πλουτ. Σύλλ. 17. Ἡ παραλήγ. [[εἶναι]] βραχεῖα ἐν τῷ εὐκαμπὲς [[ἄγκιστρον]] Ἀνθ. Π. 6. 4, [[ἔνθα]] ὁ Σαλμάσιος προὔτεινε τὴν ἀνάγνωσιν εὐκαπές, εὐκόλως καταπινόμενος, ἐκ τοῦ [[κάπτω]]).
|lstext='''εὐκαμπής''': -ές, ([[κάμπτω]]) [[καλῶς]] κεκαμμένος, [[καμπύλος]], [[δρέπανον]] Ὀδ. Σ. 368· κληῗδ’ εὐκαμπέα Φ. 6· χαλάσασ’ εὐκαμπέα τόξα Ὁμ. Ὕμν. 27. 12· ἄροτρον, ἅρπη, κτλ., Μόσχ., κλ.· - εὐκαμπὴς τὰ κέρατα Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 15. 2· τὸ εὐκαμπὲς τῶν μελῶν ὁ αὐτ. Εἰκ. 14. ΙΙ. ὁ εὐκόλως καμπτόμενος, [[εὔκαμπτος]], κατασκευάζειν τι εὐκαμπὲς Πλουτ. Σύλλ. 17. Ἡ παραλήγ. [[εἶναι]] βραχεῖα ἐν τῷ εὐκαμπὲς [[ἄγκιστρον]] Ἀνθ. Π. 6. 4, [[ἔνθα]] ὁ Σαλμάσιος προὔτεινε τὴν ἀνάγνωσιν εὐκαπές, εὐκόλως καταπινόμενος, ἐκ τοῦ [[κάπτω]]).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[εὐκαμπτής]].
}}
}}