Anonymous

εὐήνωρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐήνωρ''': Δωρ. [[εὐάνωρ]] ᾱ, ορος, ὁ, ἡ, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ὀδ.) ἐπὶ οἴνου, ὁ ἀνδρείας [[περιποιητικός]], φέρον δ’ εὐήνορα [[οἶνον]] Δ. 622· ἐπὶ χαλκοῦ, ὁ κοσμῶν τὸν ἄνδρα, ὁ συντελῶν πρὸς ἀνδρείαν, [[καθότι]] ἐχρησίμευεν εἰς ὁπλοποιίαν, φέρον δ’ ευήνορα χαλκόν Ν. 19. ΙΙ. παρὰ Πινδ. ἐπὶ [[πόλεων]], κτλ., ἔχουσα καλούς ἄνδρας, ἀφθονοῦσα εἰς γενναίους ἄνδρας, ὡς τὸ [[εὔανδρος]], Ο. 1. 37, 6. 136, κτλ.· [[ἵππος]] εὐ., ὁ ἐγκλείων γενναίους ἄνδρας, ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Τρυφ. 468.
|lstext='''εὐήνωρ''': Δωρ. [[εὐάνωρ]] ᾱ, ορος, ὁ, ἡ, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ὀδ.) ἐπὶ οἴνου, ὁ ἀνδρείας [[περιποιητικός]], φέρον δ’ εὐήνορα [[οἶνον]] Δ. 622· ἐπὶ χαλκοῦ, ὁ κοσμῶν τὸν ἄνδρα, ὁ συντελῶν πρὸς ἀνδρείαν, [[καθότι]] ἐχρησίμευεν εἰς ὁπλοποιίαν, φέρον δ’ ευήνορα χαλκόν Ν. 19. ΙΙ. παρὰ Πινδ. ἐπὶ [[πόλεων]], κτλ., ἔχουσα καλούς ἄνδρας, ἀφθονοῦσα εἰς γενναίους ἄνδρας, ὡς τὸ [[εὔανδρος]], Ο. 1. 37, 6. 136, κτλ.· [[ἵππος]] εὐ., ὁ ἐγκλείων γενναίους ἄνδρας, ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Τρυφ. 468.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> bon pour l’homme, qui convient à l’homme, viril;<br /><b>2</b> qui rend fort (vin).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀνήρ]].
}}
}}