3,241,203
edits
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔογκος''': -ον, ἔχων καλὸν ὄγκον, ἀρκετὸν ὄγκον, κλινούσης τῆς λέξεως εἰς τὴν σημασίαν τοῦ [[ὀγκώδης]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795˙ [[κοιλία]] ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40˙ οὐδ’ [[ἄγαν]] εὔ. Εὐρ. Ἀποσπ. 689˙ [[εὔογκος]] [[εἶναι]] γαστρί, μὴ ἐσθίειν πολλά, Ποιητ. παρὰ Στοβ. Τίτ. 97. 17˙ εὔ. [[φωνή]], ἠχηρὰ [[φωνή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψιλή, Φιλόχορ. 66: - μεταφ., [[βαρύς]], [[σπουδαῖος]], ἀντίθετ. τῷ [[εὐτελής]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 2˙ θαυμάσαντες τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ τὸ λιτὸν [[ὕφος]] Πλούτ. 2. 511Β. ΙΙ. [[μέτριος]] τὸν ὄγκον, [[συμπαγής]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 2, 6, π. Ζ. Γεν. 4. 1, 41˙ συνδυαζόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[μικρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 8: - [[φορητός]], [[εὐμετακόμιστος]], ὁ αὐτ. 9. 16, 8˙ τὰ εὔ. τῶν ἀναθημάτων Πλούτ. 2. 969Ε. 2) ἐπὶ χόρτων καὶ βοτανῶν, [[εὔπεπτος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀθηναίου. - Ἐπίρρ. εὐόγκως, [[μετὰ]] ἐπαρκοῦς ὄγκου, Διοκλ. παρ’ Ὀρειβασ. ΙΙΙ. 173. 5. | |lstext='''εὔογκος''': -ον, ἔχων καλὸν ὄγκον, ἀρκετὸν ὄγκον, κλινούσης τῆς λέξεως εἰς τὴν σημασίαν τοῦ [[ὀγκώδης]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795˙ [[κοιλία]] ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40˙ οὐδ’ [[ἄγαν]] εὔ. Εὐρ. Ἀποσπ. 689˙ [[εὔογκος]] [[εἶναι]] γαστρί, μὴ ἐσθίειν πολλά, Ποιητ. παρὰ Στοβ. Τίτ. 97. 17˙ εὔ. [[φωνή]], ἠχηρὰ [[φωνή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψιλή, Φιλόχορ. 66: - μεταφ., [[βαρύς]], [[σπουδαῖος]], ἀντίθετ. τῷ [[εὐτελής]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 2˙ θαυμάσαντες τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ τὸ λιτὸν [[ὕφος]] Πλούτ. 2. 511Β. ΙΙ. [[μέτριος]] τὸν ὄγκον, [[συμπαγής]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 2, 6, π. Ζ. Γεν. 4. 1, 41˙ συνδυαζόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[μικρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 8: - [[φορητός]], [[εὐμετακόμιστος]], ὁ αὐτ. 9. 16, 8˙ τὰ εὔ. τῶν ἀναθημάτων Πλούτ. 2. 969Ε. 2) ἐπὶ χόρτων καὶ βοτανῶν, [[εὔπεπτος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀθηναίου. - Ἐπίρρ. εὐόγκως, [[μετὰ]] ἐπαρκοῦς ὄγκου, Διοκλ. παρ’ Ὀρειβασ. ΙΙΙ. 173. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> d’un volume gros, fort ; τῆς λέξεως τὸ εὔογκον PLUT plénitude <i>ou</i> force du style;<br /><b>2</b> d’un volume maniable, d’une grosseur convenable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὄγκος]]. | |||
}} | }} |