Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔογκος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔογκος''': -ον, ἔχων καλὸν ὄγκον, ἀρκετὸν ὄγκον, κλινούσης τῆς λέξεως εἰς τὴν σημασίαν τοῦ [[ὀγκώδης]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795˙ [[κοιλία]] ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40˙ οὐδ’ [[ἄγαν]] εὔ. Εὐρ. Ἀποσπ. 689˙ [[εὔογκος]] [[εἶναι]] γαστρί, μὴ ἐσθίειν πολλά, Ποιητ. παρὰ Στοβ. Τίτ. 97. 17˙ εὔ. [[φωνή]], ἠχηρὰ [[φωνή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψιλή, Φιλόχορ. 66: - μεταφ., [[βαρύς]], [[σπουδαῖος]], ἀντίθετ. τῷ [[εὐτελής]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 2˙ θαυμάσαντες τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ τὸ λιτὸν [[ὕφος]] Πλούτ. 2. 511Β. ΙΙ. [[μέτριος]] τὸν ὄγκον, [[συμπαγής]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 2, 6, π. Ζ. Γεν. 4. 1, 41˙ συνδυαζόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[μικρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 8: - [[φορητός]], [[εὐμετακόμιστος]], ὁ αὐτ. 9. 16, 8˙ τὰ εὔ. τῶν ἀναθημάτων Πλούτ. 2. 969Ε. 2) ἐπὶ χόρτων καὶ βοτανῶν, [[εὔπεπτος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀθηναίου. - Ἐπίρρ. εὐόγκως, [[μετὰ]] ἐπαρκοῦς ὄγκου, Διοκλ. παρ’ Ὀρειβασ. ΙΙΙ. 173. 5.
|lstext='''εὔογκος''': -ον, ἔχων καλὸν ὄγκον, ἀρκετὸν ὄγκον, κλινούσης τῆς λέξεως εἰς τὴν σημασίαν τοῦ [[ὀγκώδης]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795˙ [[κοιλία]] ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40˙ οὐδ’ [[ἄγαν]] εὔ. Εὐρ. Ἀποσπ. 689˙ [[εὔογκος]] [[εἶναι]] γαστρί, μὴ ἐσθίειν πολλά, Ποιητ. παρὰ Στοβ. Τίτ. 97. 17˙ εὔ. [[φωνή]], ἠχηρὰ [[φωνή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψιλή, Φιλόχορ. 66: - μεταφ., [[βαρύς]], [[σπουδαῖος]], ἀντίθετ. τῷ [[εὐτελής]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 2˙ θαυμάσαντες τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ τὸ λιτὸν [[ὕφος]] Πλούτ. 2. 511Β. ΙΙ. [[μέτριος]] τὸν ὄγκον, [[συμπαγής]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 2, 6, π. Ζ. Γεν. 4. 1, 41˙ συνδυαζόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[μικρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 8: - [[φορητός]], [[εὐμετακόμιστος]], ὁ αὐτ. 9. 16, 8˙ τὰ εὔ. τῶν ἀναθημάτων Πλούτ. 2. 969Ε. 2) ἐπὶ χόρτων καὶ βοτανῶν, [[εὔπεπτος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀθηναίου. - Ἐπίρρ. εὐόγκως, [[μετὰ]] ἐπαρκοῦς ὄγκου, Διοκλ. παρ’ Ὀρειβασ. ΙΙΙ. 173. 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> d’un volume gros, fort ; τῆς λέξεως τὸ εὔογκον PLUT plénitude <i>ou</i> force du style;<br /><b>2</b> d’un volume maniable, d’une grosseur convenable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὄγκος]].
}}
}}