Anonymous

εὐθύφρων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐθύφρων''': -ον, (φρὴν) ὀρθῶς φρονῶν, Αἰσχ. Εὐμ. 1040, πρβλ. Εὐστ. Πονημ. 130. 70· - ἐν Εὐμ. 1034 ὁ Δινδόρφ. διορθοῖ: ὑπ’ εὔφρονι πομπᾷ, ἀντὶ εὐθύφρονι... τῶν κωδ.
|lstext='''εὐθύφρων''': -ον, (φρὴν) ὀρθῶς φρονῶν, Αἰσχ. Εὐμ. 1040, πρβλ. Εὐστ. Πονημ. 130. 70· - ἐν Εὐμ. 1034 ὁ Δινδόρφ. διορθοῖ: ὑπ’ εὔφρονι πομπᾷ, ἀντὶ εὐθύφρονι... τῶν κωδ.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον :<br />au cœur droit, bienveillant.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[φρήν]].
}}
}}