Anonymous

εὐπερίσπαστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπερίσπαστος''': -ον, εὐκόλως δυνάμενος νὰ συρθῇ, Ξεν. Κυν. 2, 7.
|lstext='''εὐπερίσπαστος''': -ον, εὐκόλως δυνάμενος νὰ συρθῇ, Ξεν. Κυν. 2, 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à tirer, à détourner.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[περισπάω]].
}}
}}