Anonymous

εὔστοχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔστοχος''': -ον, εὐστόχως βάλλων, τῷ δ’ ἂν εὐστόχῳ πτερῷ ([[οὕτως]] ὁ Elmsl. ἀντὶ πέτρῳ) Εὐρ. Ἑλ. 76· εὐστ. [[ἀκόντιον]] Ξεν. Ἱππ. 12. 13, ΙΙ. [[καλῶς]] σκοπεύων, ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ’ εὔστοχον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 195· λόγχαις... εὐστοχώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 140· [[εὔστοχος]] τὴν τοξικὴν Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 33· [[ἐντεῦθεν]], Ἐπίρ., εὐστόχως βάλλειν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· εὔστοχα τοξεύειν Λουκιαν. Νιγρ. 39. -- Ὑπερθ. -ώτατα Δίων Κ. 67. 14. 2) μεταφ., [[ἐπιτυχής]], ὀρθῶς εἰκάζων, Ἀριστ. Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 2. 11· [[καθόλου]], εὐφυής, ἀγχίνους, [[ἱκανός]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 5, Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1, Ἀνθ. Π. 41. 430· τὸ εὔστοχον = [[εὐστοχία]], πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 950Β· εὔστ. ἐν ἀπαντήσεσιν, Διογ. Λ. 6. 74. - Ἐπίρρ. -χως, Πλάτ. Νόμ. 792D, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 1. 3) [[πλήρης]] ἐπιτυχίας, [[ἄγρη]] Ὀππ. Ἁλ. 3. 280· εὐχαὶ Ἀνθ. Π. 6. 158.
|lstext='''εὔστοχος''': -ον, εὐστόχως βάλλων, τῷ δ’ ἂν εὐστόχῳ πτερῷ ([[οὕτως]] ὁ Elmsl. ἀντὶ πέτρῳ) Εὐρ. Ἑλ. 76· εὐστ. [[ἀκόντιον]] Ξεν. Ἱππ. 12. 13, ΙΙ. [[καλῶς]] σκοπεύων, ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ’ εὔστοχον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 195· λόγχαις... εὐστοχώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 140· [[εὔστοχος]] τὴν τοξικὴν Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 33· [[ἐντεῦθεν]], Ἐπίρ., εὐστόχως βάλλειν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· εὔστοχα τοξεύειν Λουκιαν. Νιγρ. 39. -- Ὑπερθ. -ώτατα Δίων Κ. 67. 14. 2) μεταφ., [[ἐπιτυχής]], ὀρθῶς εἰκάζων, Ἀριστ. Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 2. 11· [[καθόλου]], εὐφυής, ἀγχίνους, [[ἱκανός]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 5, Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1, Ἀνθ. Π. 41. 430· τὸ εὔστοχον = [[εὐστοχία]], πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 950Β· εὔστ. ἐν ἀπαντήσεσιν, Διογ. Λ. 6. 74. - Ἐπίρρ. -χως, Πλάτ. Νόμ. 792D, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 1. 3) [[πλήρης]] ἐπιτυχίας, [[ἄγρη]] Ὀππ. Ἁλ. 3. 280· εὐχαὶ Ἀνθ. Π. 6. 158.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> habile à viser, à toucher le but ; qui touche le but ; <i>adv.</i> • εὔστοχα en touchant le but;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> habile à raisonner <i>ou</i> à deviner juste ; sagace.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στοχάζομαι]].
}}
}}