3,274,917
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐχάριστος''': -ον, ([[χάρις]], [[χαρίζομαι]]) = [[εὔχαρις]], ὡς καὶ νῦν, [[πλήρης]] χάριτος, [[θελκτικός]], Ξεν. Οἰκ. 5. 10· ἐπὶ πραγμάτων, [[εὐάρεστος]], [[γλαφυρός]], λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 1. - Ἐπίρ., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως Ἡρόδ. 1. 32. ΙΙ. [[εὐγνώμων]], Λατ. gratus, [[αὐτόθι]] 90, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 49. - Ἐπίρρ., εὐχαρίστως διακεῖσθαι [[πρός]] τινα Διόδ. 1. 90. ΙΙΙ. [[ἀγαθοεργός]], εὐεργετικὴ [[διάθεσις]], τὸ τῆς ψυχῆς εὐχάριστον ὁ αὐτ. 18. 28. | |lstext='''εὐχάριστος''': -ον, ([[χάρις]], [[χαρίζομαι]]) = [[εὔχαρις]], ὡς καὶ νῦν, [[πλήρης]] χάριτος, [[θελκτικός]], Ξεν. Οἰκ. 5. 10· ἐπὶ πραγμάτων, [[εὐάρεστος]], [[γλαφυρός]], λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 1. - Ἐπίρ., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως Ἡρόδ. 1. 32. ΙΙ. [[εὐγνώμων]], Λατ. gratus, [[αὐτόθι]] 90, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 49. - Ἐπίρρ., εὐχαρίστως διακεῖσθαι [[πρός]] τινα Διόδ. 1. 90. ΙΙΙ. [[ἀγαθοεργός]], εὐεργετικὴ [[διάθεσις]], τὸ τῆς ψυχῆς εὐχάριστον ὁ αὐτ. 18. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> agréable;<br /><b>2</b> reconnaissant;<br /><i>Cp.</i> εὐχαριστότερος, <i>Sp.</i> εὐχαριστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χαρίζομαι]]. | |||
}} | }} |