Anonymous

εὐτραφής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτρᾰφής''': -ές, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[ἀκμαῖος]], [[εὔσωμος]], [[παχύς]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Εὐρ. Μήδ. 920, Ι. Τ. 304, Πλάτ. Νόμ. 835D, Ἀριστ., κλ., πρβλ. [[εὐτρεφής]]˙ - τὸ εὐτραφές, = [[εὐτροφία]], Πολύαιν. 7. 36˙ - Ἰων. Ἐπίρρ. εὐτραφέως ἔχω, εἶμαι [[εὐτραφής]], Ἱππ. 257. 5. ΙΙ. ἐνεργ., θρεπτικός, [[ὕδωρ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 308˙ [[γάλα]] ἐν Χο. 898.
|lstext='''εὐτρᾰφής''': -ές, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[ἀκμαῖος]], [[εὔσωμος]], [[παχύς]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Εὐρ. Μήδ. 920, Ι. Τ. 304, Πλάτ. Νόμ. 835D, Ἀριστ., κλ., πρβλ. [[εὐτρεφής]]˙ - τὸ εὐτραφές, = [[εὐτροφία]], Πολύαιν. 7. 36˙ - Ἰων. Ἐπίρρ. εὐτραφέως ἔχω, εἶμαι [[εὐτραφής]], Ἱππ. 257. 5. ΙΙ. ἐνεργ., θρεπτικός, [[ὕδωρ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 308˙ [[γάλα]] ἐν Χο. 898.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> bien nourri, gras, fort;<br /><b>2</b> nourrissant;<br /><i>Cp.</i> εὐτραφέστερος, <i>Sp.</i> εὐτραφέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέφω]].
}}
}}