Anonymous

εὐπάθεια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπάθεια''': Ἰων. -ίη, ἡ, (εὐπᾰθὴς) ἡ [[ἀπόλαυσις]] ἀγαθῶν, [[ἀπόλαυσις]] ἡσυχίας καὶ ἀναπαύσεως, Ξεν. Ἀγησ. 9. 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 2: - ἰδίως ἐν τῷ πληθ., ἀπολαύσεις, τέρψεις, τρυφαί, ἐν εὐπαθίῃσι ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ -είῃσι, πρβλ. 8. 99), διατελεῖν ἐν τρυφῇ καὶ ἐν εὐθυμίᾳ, Ἡρόδ. 1. 22, 191· εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν [[αὐτόθι]] 135· [[ὡσαύτως]] λιχνεύματα, ἡδύσματα, εὐπαθείας ἐκ τῆς ἀγορᾶς πολυτελεῖς πορίζεσθαι Ξεν. Ἀπολ. 18, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 404D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, [[μακαρία]] [[κατάστασις]] τῆς ψυχῆς, Διογ. Λ. 17. 115· πρβλ. Ξεν. Ἀγησ. 11, 9, οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ’ εὐπ. νομίζειν: - [[καθόλου]], [[εὐαισθησία]], Πλούτ. 2. 589C, κτλ. πρβλ. Wyttenb. ἐν 132C.
|lstext='''εὐπάθεια''': Ἰων. -ίη, ἡ, (εὐπᾰθὴς) ἡ [[ἀπόλαυσις]] ἀγαθῶν, [[ἀπόλαυσις]] ἡσυχίας καὶ ἀναπαύσεως, Ξεν. Ἀγησ. 9. 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 2: - ἰδίως ἐν τῷ πληθ., ἀπολαύσεις, τέρψεις, τρυφαί, ἐν εὐπαθίῃσι ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ -είῃσι, πρβλ. 8. 99), διατελεῖν ἐν τρυφῇ καὶ ἐν εὐθυμίᾳ, Ἡρόδ. 1. 22, 191· εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν [[αὐτόθι]] 135· [[ὡσαύτως]] λιχνεύματα, ἡδύσματα, εὐπαθείας ἐκ τῆς ἀγορᾶς πολυτελεῖς πορίζεσθαι Ξεν. Ἀπολ. 18, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 404D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, [[μακαρία]] [[κατάστασις]] τῆς ψυχῆς, Διογ. Λ. 17. 115· πρβλ. Ξεν. Ἀγησ. 11, 9, οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ’ εὐπ. νομίζειν: - [[καθόλου]], [[εὐαισθησία]], Πλούτ. 2. 589C, κτλ. πρβλ. Wyttenb. ἐν 132C.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>litt.</i> sensation <i>ou</i> impression agréable, <i>d’où</i><br /><b>1</b> jouissance, plaisir, félicité;<br /><b>2</b> régime de vie délicat;<br /><b>II.</b> sensibilité.<br />'''Étymologie:''' [[εὐπαθής]].
}}
}}