Anonymous

εὐρύπορος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐρύπορος''': -ον, ἔχων εὐρεῖς πόρους, εὐρύχωρα περάματα ἢ δρόμους, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης (ὡς τὸ [[εὐρυόδεια]] ἐπὶ τῆς γῆς), [[ἔνθα]] πάντες δύνανται νὰ πλανῶνται κατὰ βούλησιν, μέγα [[κῦμα]] θαλάσσης εὐρυπόροιο Ἰλ. Ο. 381, πρβλ. Ὀδ. Δ. 432, Μ. 2, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110.
|lstext='''εὐρύπορος''': -ον, ἔχων εὐρεῖς πόρους, εὐρύχωρα περάματα ἢ δρόμους, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης (ὡς τὸ [[εὐρυόδεια]] ἐπὶ τῆς γῆς), [[ἔνθα]] πάντες δύνανται νὰ πλανῶνται κατὰ βούλησιν, μέγα [[κῦμα]] θαλάσσης εὐρυπόροιο Ἰλ. Ο. 381, πρβλ. Ὀδ. Δ. 432, Μ. 2, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au large passage, vaste, immense.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[πόρος]].
}}
}}