Anonymous

ἑτεροειδής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτεροειδής''': -ές, ἀνήκων εἰς ἕτερον [[εἶδος]], διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 25, Πλουτ. 2. 894Α. ― ἑτεροείδεια, ἡ, ἕτερον [[εἶδος]], Θεολ. Ἀρ. σ. 8.
|lstext='''ἑτεροειδής''': -ές, ἀνήκων εἰς ἕτερον [[εἶδος]], διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 25, Πλουτ. 2. 894Α. ― ἑτεροείδεια, ἡ, ἕτερον [[εἶδος]], Θεολ. Ἀρ. σ. 8.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d’autre apparence, d’autre aspect ; d’autre espèce.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[εἶδος]].
}}
}}