Anonymous

εὐσεβής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσεβής''': -ές, (σέβω) Λατ. pius, ὡς καὶ νῦν, [[θρῆσκος]], [[εὐλαβής]], [[ὅσιος]], ἀντίθετον τῷ δυσσεβὴς (ὃ ἴδε), Θέογν. 1137, Ἡρόδ. 2. 141, Πινδ. Ο. 3. 73, καὶ Ἀττ., ἀλλ’ οὐχὶ κοινὸν παρὰ πεζολόγοις, Πλάτ. Φιλ. 39Ε: πιστὸς εἰς τὰ [[ἑαυτοῦ]] καθήκοντα, ἰδίως ἐκπληρῶν ἱερὰ καθήκοντα, πρὸς ἢ ἔς τινα Αἰσχύλ. Ἱκ. 339, Εὐρ. Ἠλ. 253
|lstext='''εὐσεβής''': -ές, (σέβω) Λατ. pius, ὡς καὶ νῦν, [[θρῆσκος]], [[εὐλαβής]], [[ὅσιος]], ἀντίθετον τῷ δυσσεβὴς (ὃ ἴδε), Θέογν. 1137, Ἡρόδ. 2. 141, Πινδ. Ο. 3. 73, καὶ Ἀττ., ἀλλ’ οὐχὶ κοινὸν παρὰ πεζολόγοις, Πλάτ. Φιλ. 39Ε: πιστὸς εἰς τὰ [[ἑαυτοῦ]] καθήκοντα, ἰδίως ἐκπληρῶν ἱερὰ καθήκοντα, πρὸς ἢ ἔς τινα Αἰσχύλ. Ἱκ. 339, Εὐρ. Ἠλ. 253
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> pieux, qui marque des sentiments de piété (religieuse <i>ou</i> filiale, <i>etc.</i>) ; τὸ εὐσεβές la piété;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> innocent, irréprochable <i>en gén;<br />Cp.</i> εὐσεβέστερος, <i>Sp.</i> εὐσεβέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], σέβομαι.
}}
}}