Anonymous

εὐτείχεος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτείχεος''': -ον, ([[τεῖχος]]) ἔχων καλὰ τείχη, Τροίη, [[Ἴλιος]] Ἰλ. Α. 129, κτλ.· [[ὡσαύτως]], εὐτειχής, ές, Πινδ. Ο. 6. 1, Ν. 7. 67, Εὐρ. Ἀνρδ. 1010· ἐν Ἰλ. Π. 57 ἔχομεν αἰτιατ. εὐτείχια (οὐχὶ εὐτειχέα), [[ὅπερ]] ὁ Εὐστ. ἀναφέρει εἰς τὸ [[εὔτειχος]], εος.
|lstext='''εὐτείχεος''': -ον, ([[τεῖχος]]) ἔχων καλὰ τείχη, Τροίη, [[Ἴλιος]] Ἰλ. Α. 129, κτλ.· [[ὡσαύτως]], εὐτειχής, ές, Πινδ. Ο. 6. 1, Ν. 7. 67, Εὐρ. Ἀνρδ. 1010· ἐν Ἰλ. Π. 57 ἔχομεν αἰτιατ. εὐτείχια (οὐχὶ εὐτειχέα), [[ὅπερ]] ὁ Εὐστ. ἀναφέρει εἰς τὸ [[εὔτειχος]], εος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux bonnes <i>ou</i> solides murailles, bien fortifié.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τεῖχος]].
}}
}}