3,270,341
edits
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐωχία''': ἡ, [[εὐθυμία]], ἰδίως ἐν συμποσίῳ, [[γεῦμα]] πλούσιον καὶ ἄφθονον, [[συμπόσιον]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1006, πρβλ. Βατρ. 85, κτλ.· ποιεῖν τὴν εὐωχίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 3028· ἐν τῷ πληθ., συμπόσια ἑορτῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3, Πλάτ. Πολ. 329Α, Ἀθήν. 363Β, κλ. 2) [[καθόλου]], [[προμήθεια]] ζωοτροφιῶν διὰ στρατόν, Πολύβ. 3. 92, 9. ΙΙ. μεταφ., λόγων εὐωχίαι, ἐντρυφήσεις, ἀπολαύσεις λόγων, Ἀνθ. Π. 4. 3, 6. | |lstext='''εὐωχία''': ἡ, [[εὐθυμία]], ἰδίως ἐν συμποσίῳ, [[γεῦμα]] πλούσιον καὶ ἄφθονον, [[συμπόσιον]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1006, πρβλ. Βατρ. 85, κτλ.· ποιεῖν τὴν εὐωχίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 3028· ἐν τῷ πληθ., συμπόσια ἑορτῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3, Πλάτ. Πολ. 329Α, Ἀθήν. 363Β, κλ. 2) [[καθόλου]], [[προμήθεια]] ζωοτροφιῶν διὰ στρατόν, Πολύβ. 3. 92, 9. ΙΙ. μεταφ., λόγων εὐωχίαι, ἐντρυφήσεις, ἀπολαύσεις λόγων, Ἀνθ. Π. 4. 3, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de se régaler, de faire bonne chère.<br />'''Étymologie:''' [[εὐωχέω]]. | |||
}} | }} |