εὔμολπος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔμολπος''': -ον, ὁ [[ἡδέως]] μέλπων, Ἀνθ. Π. 9. 396· ὡς κύριον, [[ὄνομα]] ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 154: - εὐμολπέω, [[μέλπω]] [[καλῶς]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 478: - εὐμολπία, ἡ, «εὐφωνία» Ἡσύχ.
|lstext='''εὔμολπος''': -ον, ὁ [[ἡδέως]] μέλπων, Ἀνθ. Π. 9. 396· ὡς κύριον, [[ὄνομα]] ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 154: - εὐμολπέω, [[μέλπω]] [[καλῶς]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 478: - εὐμολπία, ἡ, «εὐφωνία» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui chante bien, harmonieusement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μολπή]].
}}
}}