Anonymous

ἐφορμίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφορμίζω''': [[φέρω]] τὸ [[πλοῖον]] εἰς ὅρμον, [[φέρω]] εἰς τὴν [[ἀκτήν]], ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, ἀμφὶ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας [[Εὖρος]] ἐφωρίσατο Ἀνθ. Π. 7. 636· - Μέσ. καὶ Παθ., [[ἔρχομαι]] εἰς ὅρμον, ἀγκυροβολῶ, εἰς τόπον Θουκ. 4. 8· πρβλ. [[ἐφορμέω]] ἐν τέλ.: - ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], = [[ἐφορμέω]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ζητῶ [[καταφύγιον]] ἔν τινι τόπῳ ἔλαφοι ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν Ἀνθ. Π. 9. 244, πρβλ. 254.
|lstext='''ἐφορμίζω''': [[φέρω]] τὸ [[πλοῖον]] εἰς ὅρμον, [[φέρω]] εἰς τὴν [[ἀκτήν]], ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, ἀμφὶ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας [[Εὖρος]] ἐφωρίσατο Ἀνθ. Π. 7. 636· - Μέσ. καὶ Παθ., [[ἔρχομαι]] εἰς ὅρμον, ἀγκυροβολῶ, εἰς τόπον Θουκ. 4. 8· πρβλ. [[ἐφορμέω]] ἐν τέλ.: - ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], = [[ἐφορμέω]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ζητῶ [[καταφύγιον]] ἔν τινι τόπῳ ἔλαφοι ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν Ἀνθ. Π. 9. 244, πρβλ. 254.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐφορμίσω, <i>att.</i> ἐφορμιῶ;<br />aborder : [[ἐς]] λιμένα THC à un port.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὁρμίζω]].
}}
}}