Anonymous

εὐῶπις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐῶπις''': -ιδος, ἡ (ὤψ), ἔχων ὡραίους ὀφθαλμοὺς ἢ [[ὡραῖος]] τὴν ὄψιν, εὐώπιδα κούρην Ὀδ. Ζ. 113. 142, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 334, πρβλ. Σοφ. Τρ. 523· [[εὐῶπις]] Σελάνα Πινδ. Ο. 10 (11). 90· - ἀναγινωσκόμενον [[παρά]] τινων ὡς ἀρσεν. παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 8. 12, πρβλ. Ἰακώψιον ἐν τόπω· ἴδε ἐν λέξ. [[εὐώψ]].
|lstext='''εὐῶπις''': -ιδος, ἡ (ὤψ), ἔχων ὡραίους ὀφθαλμοὺς ἢ [[ὡραῖος]] τὴν ὄψιν, εὐώπιδα κούρην Ὀδ. Ζ. 113. 142, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 334, πρβλ. Σοφ. Τρ. 523· [[εὐῶπις]] Σελάνα Πινδ. Ο. 10 (11). 90· - ἀναγινωσκόμενον [[παρά]] τινων ὡς ἀρσεν. παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 8. 12, πρβλ. Ἰακώψιον ἐν τόπω· ἴδε ἐν λέξ. [[εὐώψ]].
}}
{{bailly
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />aux beaux yeux <i>ou</i> beau à voir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὤψ]].
}}
}}