Anonymous

εὔμνηστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔμνηστος''': -ον, [[καλῶς]] ἐνθυμούμενος, σκεπτόμενος [[περί]] τινος, τινὸς Σοφ. Τρ. 109 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ [[εὔμναστος]]), Ποιητ. παρὰ Παυσ. 10. 5, 8.
|lstext='''εὔμνηστος''': -ον, [[καλῶς]] ἐνθυμούμενος, σκεπτόμενος [[περί]] τινος, τινὸς Σοφ. Τρ. 109 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ [[εὔμναστος]]), Ποιητ. παρὰ Παυσ. 10. 5, 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se souvient fidèlement de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], μιμνῄσκομαι.
}}
}}