Anonymous

εὔχροος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔχροος''': -ον, σηνῃρημ. εὔχρους, ουν· Ἰων. εὔχροιος, ον· πρβλ. [[εὔχρως]]· ([[χρόα]])· ἔχων καλόν, ζωηρόν, ἀνθηρὸν [[χρῶμα]], καλὴν ἐπιδερμίδα, ὑγιής, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ξεν. Λακ. 5. 8, κτλ.· - Συγκρ. -οώτερος Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41· -ούστερος Ἀριστ. Προβλ. 2. 30, κτλ.· Ὑπερθ. -ούστατος [[αὐτόθι]] 32. 1. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, εὔχροα χρώματα Φιλόχορ. παρ’ Ἀθην. 638Α. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Β΄ σ. 49 κἑξ.
|lstext='''εὔχροος''': -ον, σηνῃρημ. εὔχρους, ουν· Ἰων. εὔχροιος, ον· πρβλ. [[εὔχρως]]· ([[χρόα]])· ἔχων καλόν, ζωηρόν, ἀνθηρὸν [[χρῶμα]], καλὴν ἐπιδερμίδα, ὑγιής, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ξεν. Λακ. 5. 8, κτλ.· - Συγκρ. -οώτερος Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41· -ούστερος Ἀριστ. Προβλ. 2. 30, κτλ.· Ὑπερθ. -ούστατος [[αὐτόθι]] 32. 1. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, εὔχροα χρώματα Φιλόχορ. παρ’ Ἀθην. 638Α. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Β΄ σ. 49 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />de belle couleur, de beau teint;<br /><i>Cp.</i> εὐχροώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χρόα]].
}}
}}