Anonymous

ἐφημέριος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφημέριος''': Δωρ. ἐφᾱμ-, ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Πινδ. Ν. 6. 10, ([[ἡμέρα]]): - κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας, ὃς τὸ καταβρόξειεν... οὔ κεν ἐφημέριός γε βάλοι κατὰ δάκρυ παρειῶν, «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ἐν ᾗ ἔπιεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 223· ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἀντίθετον τῷ [[μετὰ]] νύκτας, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μόνον ἐπὶ μίαν ἡμέραν, διὰ τὴν ἡμέραν, ἐφημέρια φρονέοντες, [[μηδόλως]] φροντίζοντες περὶ τῆς [[αὔριον]], Ὀδ. Φ. 85· [[κῆδος]] ἐφ., διαρκῶν ἐπὶ μίαν ἡμέραν, βραχυχρόνιον, Θέογν. 656· [[συχνάκις]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐφημέριοι, πλάσματα ἐφήμερα, Αἰσχύλ. Πρ. 546, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687· θνατά τε καὶ ἐφαμ. ζῷα Τίμ. Λοκρ. 99D. 3) διὰ τὴν ἡμέραν, καθημερινός, [[ἀμβροσία]] Φερεκύδ. παρὰ Πλουτ. 2. 938Β· [[λάτρις]] ἐφ., [[ὑπηρέτης]] [[ἡμερήσιος]], μισθωθεὶς «μὲ τὴν ἡμέραν», Θέογν. 656· μισθὸς Ἀνθ. Π. 7. 634. - Πρβλ. [[ἐφήμερος]].
|lstext='''ἐφημέριος''': Δωρ. ἐφᾱμ-, ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Πινδ. Ν. 6. 10, ([[ἡμέρα]]): - κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας, ὃς τὸ καταβρόξειεν... οὔ κεν ἐφημέριός γε βάλοι κατὰ δάκρυ παρειῶν, «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ἐν ᾗ ἔπιεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 223· ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἀντίθετον τῷ [[μετὰ]] νύκτας, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μόνον ἐπὶ μίαν ἡμέραν, διὰ τὴν ἡμέραν, ἐφημέρια φρονέοντες, [[μηδόλως]] φροντίζοντες περὶ τῆς [[αὔριον]], Ὀδ. Φ. 85· [[κῆδος]] ἐφ., διαρκῶν ἐπὶ μίαν ἡμέραν, βραχυχρόνιον, Θέογν. 656· [[συχνάκις]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐφημέριοι, πλάσματα ἐφήμερα, Αἰσχύλ. Πρ. 546, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687· θνατά τε καὶ ἐφαμ. ζῷα Τίμ. Λοκρ. 99D. 3) διὰ τὴν ἡμέραν, καθημερινός, [[ἀμβροσία]] Φερεκύδ. παρὰ Πλουτ. 2. 938Β· [[λάτρις]] ἐφ., [[ὑπηρέτης]] [[ἡμερήσιος]], μισθωθεὶς «μὲ τὴν ἡμέραν», Θέογν. 656· μισθὸς Ἀνθ. Π. 7. 634. - Πρβλ. [[ἐφήμερος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui dure un jour;<br /><b>2</b> qui ne dure qu’un jour, éphémère : ἐφημέριοι ESCHL les hommes, créatures d’un jour ; ἐφημέρια φρονέοντες OD qui ne pensent qu’au jour le jour, qui ne songent pas au lendemain.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἡμέρα]].
}}
}}