3,277,121
edits
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐτῠχέω''': παρατ. ηὐτύχουν ἢ εὐτύχουν Σοφ., κλ.: μέλλ. -ήσω Εὐρ. Ὀρ. 1212· ἀόρ. ηὐτύχησα ἢ εὐτ-, Εὐρ., κλ.: πρκμ. ηὐτύχηκα ἢ εὐτ- Πλάτ., κλ.: γ΄ πληθ. ὑπερσ. εὐτυχήκεσαν Δημ. 231.· 4: - Παθ. ἀόρ. εὐτυχήθην Ἡρῳδιαν. 2. 14: πρκμ. εὐτύχημαι, ἴδε ἐν τέλει. Εἶμαι [[εὐτυχής]], εἶμαι ἐν καλῇ καταστάσει. εὐημερῶ, Πίνδ. Ο. 7. 149, Ι. 3. 1, Ἡρόδ., κλ.· πόνου χωρὶς οὐδὲν εὐτυχεῖ Σοφ. Ἠλ. 945· οἱ εὐτυχοῦντες, οἱ ἐν [[εὐτυχία]] ὄντες, Ἀντιφῶν 120. 14: - εὐτ. τινος, εἶμαι [[εὐτυχής]] ὡς [[πρός]] τι, Λουκ. Χαρίδημ. 23· εἰ μνήμης εὐτυχῶ Ἀθήν. 58C· - τινι, πράγματι, τῷ πολέμῳ Ἡρόδ. 1. 171, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 68· τῷ βίῳ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 111· ἀλλὰ συνηθέστερον μετ’ αἰτ. πράγμ., τοὺς ἄλλους πολέμους Ἡρόδ. 1.65· τὰ πάντα ὁ αὐτ. 3. 40, Σοφ. Ο. Τ. 88, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 542, Ἴωνα 567. ἔν τινι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 5· [[μετὰ]] μετοχ., [[ἐπιτυγχάνω]] ἐν τῷ ποιεῖν τι, Εὐρ. Ὀρ. 1212, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 11· οὕτω μετ’ ἀπαρ., Λόγγος 4. 19, Διογ. Λ. 9. 100· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., εὐτ. [[εὐτύχημα]] Ξεν. Ἀν. 6. 3, 6: - εὐτύχει, ὡς τὸ Λατ. vale, ἐν τέλει τῶν ἐπιστολῶν ἢ ἐπὶ ἐπιτυμβίων πλακῶν (πρβλ. [[εὐπλοέω]]), Πλάτ. Ἐπιστ. 321C, Συλλ. Ἐπιγρ. 4346, 4837, κ. ἀλλ.· εὐτυχεῖτε Ἐπιστ. Φιλίππου παρὰ Δημ. 251. 24· [[ὡσαύτως]], ἀλλ’ εὐτυχοίης Αἰσχύλ. Χο. 1063, Σοφ. Ο.Τ. 1478, Εὐρ. Μήδ. 688· πρβλ. [[ὀνίνημι]] ΙΙ. 3:- Παθ., εὐτύχηται τοῖς πολεμίοις ἱκανά, ἔχουσιν ἀρκετάς ἐπιτυχίας, Θουκ. 7.77. 2) ἐπὶ πραγμάτων, βρότεια πράγματ’ εὐτυχοῦντα, εὐδοκιμοῦντα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1327· χωρὶς πόνου μὲν οὐδέν εὐτυχεῖ Σοφ. Ἠλ. 945· τὸ εὐτυχοῦν, ἡ [[ἐπιτυχία]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 610· τά δὲ πολλὰ κατὰ λόγον τοῖς ἀνθρώποις εὐτυχοῦντα ἀσφαλέστερα ἢ παρὰ δόξαν, αἱ δὲ πλειότεραι κατὰ λόγον εὐτυχίαι τῶν ἀνθρώπων [[εἶναι]] ἀσφαλέστεραι ἣ αἱ ἀπροσδόκητοι, Θουκ. 3.39, πρβλ. 4. 79. | |lstext='''εὐτῠχέω''': παρατ. ηὐτύχουν ἢ εὐτύχουν Σοφ., κλ.: μέλλ. -ήσω Εὐρ. Ὀρ. 1212· ἀόρ. ηὐτύχησα ἢ εὐτ-, Εὐρ., κλ.: πρκμ. ηὐτύχηκα ἢ εὐτ- Πλάτ., κλ.: γ΄ πληθ. ὑπερσ. εὐτυχήκεσαν Δημ. 231.· 4: - Παθ. ἀόρ. εὐτυχήθην Ἡρῳδιαν. 2. 14: πρκμ. εὐτύχημαι, ἴδε ἐν τέλει. Εἶμαι [[εὐτυχής]], εἶμαι ἐν καλῇ καταστάσει. εὐημερῶ, Πίνδ. Ο. 7. 149, Ι. 3. 1, Ἡρόδ., κλ.· πόνου χωρὶς οὐδὲν εὐτυχεῖ Σοφ. Ἠλ. 945· οἱ εὐτυχοῦντες, οἱ ἐν [[εὐτυχία]] ὄντες, Ἀντιφῶν 120. 14: - εὐτ. τινος, εἶμαι [[εὐτυχής]] ὡς [[πρός]] τι, Λουκ. Χαρίδημ. 23· εἰ μνήμης εὐτυχῶ Ἀθήν. 58C· - τινι, πράγματι, τῷ πολέμῳ Ἡρόδ. 1. 171, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 68· τῷ βίῳ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 111· ἀλλὰ συνηθέστερον μετ’ αἰτ. πράγμ., τοὺς ἄλλους πολέμους Ἡρόδ. 1.65· τὰ πάντα ὁ αὐτ. 3. 40, Σοφ. Ο. Τ. 88, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 542, Ἴωνα 567. ἔν τινι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 5· [[μετὰ]] μετοχ., [[ἐπιτυγχάνω]] ἐν τῷ ποιεῖν τι, Εὐρ. Ὀρ. 1212, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 11· οὕτω μετ’ ἀπαρ., Λόγγος 4. 19, Διογ. Λ. 9. 100· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., εὐτ. [[εὐτύχημα]] Ξεν. Ἀν. 6. 3, 6: - εὐτύχει, ὡς τὸ Λατ. vale, ἐν τέλει τῶν ἐπιστολῶν ἢ ἐπὶ ἐπιτυμβίων πλακῶν (πρβλ. [[εὐπλοέω]]), Πλάτ. Ἐπιστ. 321C, Συλλ. Ἐπιγρ. 4346, 4837, κ. ἀλλ.· εὐτυχεῖτε Ἐπιστ. Φιλίππου παρὰ Δημ. 251. 24· [[ὡσαύτως]], ἀλλ’ εὐτυχοίης Αἰσχύλ. Χο. 1063, Σοφ. Ο.Τ. 1478, Εὐρ. Μήδ. 688· πρβλ. [[ὀνίνημι]] ΙΙ. 3:- Παθ., εὐτύχηται τοῖς πολεμίοις ἱκανά, ἔχουσιν ἀρκετάς ἐπιτυχίας, Θουκ. 7.77. 2) ἐπὶ πραγμάτων, βρότεια πράγματ’ εὐτυχοῦντα, εὐδοκιμοῦντα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1327· χωρὶς πόνου μὲν οὐδέν εὐτυχεῖ Σοφ. Ἠλ. 945· τὸ εὐτυχοῦν, ἡ [[ἐπιτυχία]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 610· τά δὲ πολλὰ κατὰ λόγον τοῖς ἀνθρώποις εὐτυχοῦντα ἀσφαλέστερα ἢ παρὰ δόξαν, αἱ δὲ πλειότεραι κατὰ λόγον εὐτυχίαι τῶν ἀνθρώπων [[εἶναι]] ἀσφαλέστεραι ἣ αἱ ἀπροσδόκητοι, Θουκ. 3.39, πρβλ. 4. 79. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>les temps à augm. en</i> εὐ- <i>ou en</i> ηὐ-;<br /><b>I.</b> <i>en parl. de pers.</i><br /><b>1</b> être heureux, prospérer, réussir : τινι, [[τι]] en qch ; [[εἴς]] τινα <i>ou</i> ἔς [[τι]] être heureux à l’égard de qqn <i>ou</i> de qch ; εὐτ. [[εὐτύχημα]] XÉN <i>ou</i> εὐτυχίας PLUT avoir du bonheur, des succès ; <i>abs.</i> εὐτύχει sois heureux ! εὐτυχεῖτε soyez heureux ! ἀλλ’ εὐτυχοίης eh bien, sois heureux !;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> atteindre, obtenir, gén. <i>ou</i> acc.;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de choses</i> tourner heureusement, prospérer, réussir ; <i>Pass.</i> être fait <i>ou</i> conduit avec succès.<br />'''Étymologie:''' [[εὐτυχής]]. | |||
}} | }} |