Anonymous

εὐτυχία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτῠχία''': (πρβλ. εὐτύχεια), ἡ, ὡς καί νῦν, καλὴ [[τύχη]], [[ἐπιτυχία]], [[εὐημερία]], Πινδ. Ο. 6. 139, Ἡρόδ. 1. 32, Τραγ., κλ.· τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῦμαι μεταστῆναι Ἀντιφῶν 119, 34· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ [[εὐδαιμονία]] ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 1. 5, 17· ἐπ’ [[εὐτυχία]] Εὐρ. Ι. Τ. 1490, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 573· εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Πλάτ. Μένων 72A· κατά τινα θείαν εὐτ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798B· ἡ κατὰ πόλεμον εὐτ. Θουκ. 1. 120· - ἐν τῷ πληθ., εὐτυχήματα, ἐπιτυχίαι, ὁ αὐτ. 2. 44.
|lstext='''εὐτῠχία''': (πρβλ. εὐτύχεια), ἡ, ὡς καί νῦν, καλὴ [[τύχη]], [[ἐπιτυχία]], [[εὐημερία]], Πινδ. Ο. 6. 139, Ἡρόδ. 1. 32, Τραγ., κλ.· τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῦμαι μεταστῆναι Ἀντιφῶν 119, 34· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ [[εὐδαιμονία]] ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 1. 5, 17· ἐπ’ [[εὐτυχία]] Εὐρ. Ι. Τ. 1490, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 573· εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Πλάτ. Μένων 72A· κατά τινα θείαν εὐτ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798B· ἡ κατὰ πόλεμον εὐτ. Θουκ. 1. 120· - ἐν τῷ πληθ., εὐτυχήματα, ἐπιτυχίαι, ὁ αὐτ. 2. 44.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />succès, bonheur ; [[αἱ]] εὐτυχίαι succès, prospérités.<br />'''Étymologie:''' [[εὐτυχής]].
}}
}}