Anonymous

εὐήκοος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐήκοος''': -ον, (ἀκοὴ) ἀκούων [[καλῶς]] ἢ εὐκόλως, Ἱππ. Ἀφ. 1247. 2) προθύμως ἀκούων ὑπακούων, [[εὐπειθής]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 17: - μεταφ., ὑστέραι εὐήκοοι ὁ αὐτ. π. Ζ. Ἱστ. 10. 1, 7. 3) προθύμως εἰσακούων, ἐπὶ τῶν θεῶν, θνατοῖς Ἀνθ. Π. 9. 316· - [[καθόλου]], κλίνων ἢ ἔχων διάθεσιν, πρὸς μεταβολὴν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 14, 5. - Ἐπιρρ., εὐηκόως διακεῖσθαι [[πρός]] τι. Πολύβ. 27. 6, 7. ΙΙ. εὐκόλως ἀκουόμενος, [[ἀκουστός]], Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13· εὐηκοώτερα τὰ τῆς νυκτὸς ὁ αὐτ. ἐν Πρβλ. 11. 5. 2) [[εὐχάριστος]] εἰς τὸ οὖς, [[εὐάρεστος]] μνημονεύεται ἐκ Δημ. τοῦ Φαληρ.
|lstext='''εὐήκοος''': -ον, (ἀκοὴ) ἀκούων [[καλῶς]] ἢ εὐκόλως, Ἱππ. Ἀφ. 1247. 2) προθύμως ἀκούων ὑπακούων, [[εὐπειθής]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 17: - μεταφ., ὑστέραι εὐήκοοι ὁ αὐτ. π. Ζ. Ἱστ. 10. 1, 7. 3) προθύμως εἰσακούων, ἐπὶ τῶν θεῶν, θνατοῖς Ἀνθ. Π. 9. 316· - [[καθόλου]], κλίνων ἢ ἔχων διάθεσιν, πρὸς μεταβολὴν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 14, 5. - Ἐπιρρ., εὐηκόως διακεῖσθαι [[πρός]] τι. Πολύβ. 27. 6, 7. ΙΙ. εὐκόλως ἀκουόμενος, [[ἀκουστός]], Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13· εὐηκοώτερα τὰ τῆς νυκτὸς ὁ αὐτ. ἐν Πρβλ. 11. 5. 2) [[εὐχάριστος]] εἰς τὸ οὖς, [[εὐάρεστος]] μνημονεύεται ἐκ Δημ. τοῦ Φαληρ.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> <b>1</b> qui entend bien, qui a l’ouïe fine;<br /><b>2</b> facile à entendre;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> docile, obéissant;<br /><b>2</b> disposé à écouter, qui exauce;<br /><b>3</b> enclin à <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[γωνία]].
}}
}}