Anonymous

εὐψυχέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐψῡχέω''': εἶμαι [[εὔψυχος]], [[θαρραλέος]], Ἐπιστ. π. Φιλ. β΄, 19, [[Πολυδ]]. Γ΄, 135. ΙΙ. εὐψύχει, χαῖρε, [[συνήθης]] ἐπιγραφὴ ἐπὶ τάφων, ὡς τὸ Λατ. pia anima!, Ἀνθ. Π. παράρτ. 244, Συλλ. Ἐπιγρ. 2204, 4467, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[εὐπλοέω]], [[εὐτυχέω]].
|lstext='''εὐψῡχέω''': εἶμαι [[εὔψυχος]], [[θαρραλέος]], Ἐπιστ. π. Φιλ. β΄, 19, [[Πολυδ]]. Γ΄, 135. ΙΙ. εὐψύχει, χαῖρε, [[συνήθης]] ἐπιγραφὴ ἐπὶ τάφων, ὡς τὸ Λατ. pia anima!, Ἀνθ. Π. παράρτ. 244, Συλλ. Ἐπιγρ. 2204, 4467, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[εὐπλοέω]], [[εὐτυχέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir bon courage ; <i>formule d’épitaphe</i> εὐψύχει (have, pia anima) bon courage ! repose en paix.<br />'''Étymologie:''' [[εὔψυχος]].
}}
}}