Anonymous

εὔχλοος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔχλοος''': συνηρ. -χλους, ουν, ([[χλόη]]) [[χλοερός]], ἐπίθ. τῆς Δήμητρος, Σοφ. Ο. Κ. 1600· [[ἀνθηρός]], [[θαλερός]], Νόνν. Δ. 41. 15.
|lstext='''εὔχλοος''': συνηρ. -χλους, ουν, ([[χλόη]]) [[χλοερός]], ἐπίθ. τῆς Δήμητρος, Σοφ. Ο. Κ. 1600· [[ἀνθηρός]], [[θαλερός]], Νόνν. Δ. 41. 15.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />qui produit une belle verdure.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], χλοή.
}}
}}