Anonymous

ἔχις: Difference between revisions

From LSJ
148 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔχῐς''': -εως, ὁ, γεν. πληθ. ἔχεων, Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· παρὰ τῷ Νικάνδρῳ γεν. ἔχιος, πληθ. ἐχίσεσσι, ἔχιας. Ἔχιδνα, «ὀχιά», «ὄχεντρα», Πλάτ. Συμπ. 217Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 28 ([[ἔνθα]] διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὠοτόκου ὄφεως), κτλ.· [[συκοφάντης]] καὶ [[ἔχις]] τὴν φύσιν Δημ. 799. 4· πορεύεσθαι διὰ τῆς ἀγορᾶς [[ὥσπερ]] [[ἔχις]] ὁ αὐτ. 786, ἐν ἀρχῇ. - Ἡ [[ἔχιδνα]] κατὰ τὸν Νίκανδρον ἐν Θηρ. 129, [[εἶναι]] τὸ θῆλυ τοῦ ἔχεως· ἄλλοι νομίζουσιν ὅτι [[ἔχις]] καὶ [[ἔχιδνα]] [[εἶναι]] δύο διάφορα εἴδη: ὁ Ὀππ. ἔχει τὸ [[ἔχις]] ὡς θηλυκ., Κυν. 3. 439. (Ἐκ τῆς √ΕΧ, ΕΓΧ, παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις, ἔχιδνα, ἔγχελυς, Ἐχίων πρβλ. Σανσκρ. ah-is Λατ. ang-uis, ang-uilla· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. unc· Λιθ. ang-uis (anguis)· ung-urys (anguilla): - ἂν οἱ Τευτονικοὶ τύποι, [[οἷον]] Ἀγγλο-Σαξον. oel, Γερμ. aal, κτλ., ἔχωσι σχέσιν τινά, πρέπει νὰ ἐσχηματίσθησαν ἀνεξαρτήτως).
|lstext='''ἔχῐς''': -εως, ὁ, γεν. πληθ. ἔχεων, Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· παρὰ τῷ Νικάνδρῳ γεν. ἔχιος, πληθ. ἐχίσεσσι, ἔχιας. Ἔχιδνα, «ὀχιά», «ὄχεντρα», Πλάτ. Συμπ. 217Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 28 ([[ἔνθα]] διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὠοτόκου ὄφεως), κτλ.· [[συκοφάντης]] καὶ [[ἔχις]] τὴν φύσιν Δημ. 799. 4· πορεύεσθαι διὰ τῆς ἀγορᾶς [[ὥσπερ]] [[ἔχις]] ὁ αὐτ. 786, ἐν ἀρχῇ. - Ἡ [[ἔχιδνα]] κατὰ τὸν Νίκανδρον ἐν Θηρ. 129, [[εἶναι]] τὸ θῆλυ τοῦ ἔχεως· ἄλλοι νομίζουσιν ὅτι [[ἔχις]] καὶ [[ἔχιδνα]] [[εἶναι]] δύο διάφορα εἴδη: ὁ Ὀππ. ἔχει τὸ [[ἔχις]] ὡς θηλυκ., Κυν. 3. 439. (Ἐκ τῆς √ΕΧ, ΕΓΧ, παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις, ἔχιδνα, ἔγχελυς, Ἐχίων πρβλ. Σανσκρ. ah-is Λατ. ang-uis, ang-uilla· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. unc· Λιθ. ang-uis (anguis)· ung-urys (anguilla): - ἂν οἱ Τευτονικοὶ τύποι, [[οἷον]] Ἀγγλο-Σαξον. oel, Γερμ. aal, κτλ., ἔχωσι σχέσιν τινά, πρέπει νὰ ἐσχηματίσθησαν ἀνεξαρτήτως).
}}
{{bailly
|btext=εως (ὁ, <i>rar.</i> ἡ)<br />vipère, <i>d’ord.</i> mâle de la vipère.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> anguis.
}}
}}