Anonymous

ζωοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωοποιέω''': ζωογονέω, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 27, 3, π. Ζ. Γεν. 1, 21, 8, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 4, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 22. ΙΙ. [[ζωοποιέω]], ποιῶ τινα ζῶντα, [[παρέχω]] ζωήν, Ἑβδ. (4 Ἔσδρ. ε΄, 7), Κ. Δ.
|lstext='''ζωοποιέω''': ζωογονέω, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 27, 3, π. Ζ. Γεν. 1, 21, 8, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 4, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 22. ΙΙ. [[ζωοποιέω]], ποιῶ τινα ζῶντα, [[παρέχω]] ζωήν, Ἑβδ. (4 Ἔσδρ. ε΄, 7), Κ. Δ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rendre vivant, animer.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[ποιέω]].
}}
}}