Anonymous

ζάπυρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζάπῠρος''': ᾰ, ον, (πῦρ) [[διάπυρος]], πεπυρωμένος, ἕλικες στεροπῆς Αἰσχύλ. Πρ. 1084.
|lstext='''ζάπῠρος''': ᾰ, ον, (πῦρ) [[διάπυρος]], πεπυρωμένος, ἕλικες στεροπῆς Αἰσχύλ. Πρ. 1084.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout en feu.<br />'''Étymologie:''' ζα-, [[πῦρ]].
}}
}}