Anonymous

ζωστήρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ζώννυμι]]) ἡ [[ζώνη]], ἐν Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς ζώνης πολεμιστοῦ, ἥτις ἐκάλυπτε τὴν ὀσφὺν καὶ ἠσφάλιζε τὰ κατώτερα μέρη τοῦ θώρακος (πρβλ. μίτρη), συναπτόμενη διὰ θηλυκωμάτων ἐκ χρυσοῦ, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον Ἰλ. Δ. 132· καὶ πιθ. πρὸς ἐνίσχυσιν κεκαλυμμένη διὰ μεταλλίνων ἐλασμάτων, [[δαιδάλεος]], [[παναίολος]], Δ. 135, 186· φοίνικι φαεινὸς Η. 305, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 74, Πίνδ. Ἀποσπ. 158, Σοφ. Αἴ. 1030· - ἐν τῇ Ὀδ., ἡ [[ζώνη]] ἡ περισφίγγουσα τὸν χιτῶνα κατὰ τὴν ὀσφύν, Ξ. 72, πρβλ. Θεόκρ. 7. 18., 26. 17. 2) παρὰ μεταγ. [[ζώνη]] γυναικεία, Παυσ. 1. 31, 1· - μεταφ., ἐπὶ τῆς κυκλούσης θαλάσσης, νῆσοι..., ἃς... ζ. Αἰγαίου κύματος ἐντὸς ἔχει Ἀνθ. Π. 9. 421. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι περιτρέχει τι ὡς [[ζώνη]], 1) σανίδες κατὰ [[μῆκος]] τοῦ πλοίου ἀπὸ τῆς πρῴρας εἰς τὴν πρύμναν διήκουσαι καὶ συγκρατοῦσαι αὐτὸ ([[ὅπερ]] δύναται νὰ νοηθῇ ἐκ τοῦ Εὐρ. Κύκλ. 505 κἑξ.), Ἡλιόδ. 1. 1. 2) [[εἶδος]] θαλασσίου φυτοῦ, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 6, 2, Πλίν. 13, 25. 3) = [[ζώνη]] ΙΙΙ. 4, Πλίν. 26. 74. ΙΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ζωστήριος]], Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 85.
|lstext='''ζωστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ζώννυμι]]) ἡ [[ζώνη]], ἐν Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς ζώνης πολεμιστοῦ, ἥτις ἐκάλυπτε τὴν ὀσφὺν καὶ ἠσφάλιζε τὰ κατώτερα μέρη τοῦ θώρακος (πρβλ. μίτρη), συναπτόμενη διὰ θηλυκωμάτων ἐκ χρυσοῦ, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον Ἰλ. Δ. 132· καὶ πιθ. πρὸς ἐνίσχυσιν κεκαλυμμένη διὰ μεταλλίνων ἐλασμάτων, [[δαιδάλεος]], [[παναίολος]], Δ. 135, 186· φοίνικι φαεινὸς Η. 305, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 74, Πίνδ. Ἀποσπ. 158, Σοφ. Αἴ. 1030· - ἐν τῇ Ὀδ., ἡ [[ζώνη]] ἡ περισφίγγουσα τὸν χιτῶνα κατὰ τὴν ὀσφύν, Ξ. 72, πρβλ. Θεόκρ. 7. 18., 26. 17. 2) παρὰ μεταγ. [[ζώνη]] γυναικεία, Παυσ. 1. 31, 1· - μεταφ., ἐπὶ τῆς κυκλούσης θαλάσσης, νῆσοι..., ἃς... ζ. Αἰγαίου κύματος ἐντὸς ἔχει Ἀνθ. Π. 9. 421. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι περιτρέχει τι ὡς [[ζώνη]], 1) σανίδες κατὰ [[μῆκος]] τοῦ πλοίου ἀπὸ τῆς πρῴρας εἰς τὴν πρύμναν διήκουσαι καὶ συγκρατοῦσαι αὐτὸ ([[ὅπερ]] δύναται νὰ νοηθῇ ἐκ τοῦ Εὐρ. Κύκλ. 505 κἑξ.), Ἡλιόδ. 1. 1. 2) [[εἶδος]] θαλασσίου φυτοῦ, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 6, 2, Πλίν. 13, 25. 3) = [[ζώνη]] ΙΙΙ. 4, Πλίν. 26. 74. ΙΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ζωστήριος]], Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 85.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> baudrier;<br /><b>2</b> ceinture <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ζώννυμι]].
}}
}}