Anonymous

ἔτης: Difference between revisions

From LSJ
314 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔτης''': -ου, ὁ, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ πληθ. [[ἔται]], οἱ, (ἴδε ἐν τέλει): ― οἱ [[ἔται]], κατὰ τὸν Nitzsch ἐν Ὀδ. Δ. 3, ἦσαν [[κυρίως]] ὁμόφυλοι συγγενεῖς [[μεγάλης]] τινὸς οἰκογενείας καὶ ἐξαρτώμενοι ἐξ αὐτῆς, [[ἔται]] δε ἐλέγοντο καὶ οἱ συνέστιοι φίλοι (Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 408, 26) ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσιν Ἰλ. Ζ. 262· δαίνυνται γάμον πολλοῖσιν ἔτῃσιν Ὀδ. 3· [[συχνάκις]] συνδυάζεται μετ’ ἄλλων συγγενικῶν λέξεων, παῖδές τε κασίγνητοί τε [[ἔται]] τε Ἰλ. Ζ. 239, πρβλ. Π. 456, Ὀδ. Ο. 273· [[ἔται]] καὶ ἀνεψιοὶ Ἰλ. Ι. 464· [[ἔται]] καὶ ἑταῖροι Η. 295· γείτονες ἠδέ [[ἔται]] Ὀδ. Δ.16· σπανίως ἐν τῷ ἑνικ., [[ἔτης]] Ἡρακλῆος Ὀρφ. Ἀργ. 224, Ἕρμανν. ΙΙ. ἀκολούθως, = [[δημότης]] ἤ [[πολίτης]], [[κάτοικος]] ἑκάστης πόλεως, τοῖς δὲ ἔταις [[καττά]] πάτρια δικάζεσθαι, «δι’ [[ἀλλήλων]] λύειν τὰ διάφορα» (Σχόλ.), Θουκ. 5. 79· ἐν τῷ ἑνικῷ, = [[ἰδιώτης]], κατ’ ἀντίθ. [[πρός]] τους κατέχοντας [[ἀρχήν]] τινα, [[πρός]] σε... ὡς ἔτην [[λέγω]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 247· [[οὔτε]] [[δῆμος]] οὔτ’ [[ἔτης]] [[ἀνήρ]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 314· ἀρχῷ... οὐκ ἔτῃ [[πρέπων]] Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 158. ΙΙΙ. περὶ τοῦ ὦ τάν ἤ ὦ ᾿τάν, ἴδε ἐν λέξει τάν. (Ἔχει τὸ [[δίγαμμα]] παρ’ Ὁμ. καὶ γράφεται ϝέτης ἐν Παλαιᾷ τινι Ὀλυμπ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ Ἐπιγρ. 11: πρβλ. [[ἑταῖρος]]).
|lstext='''ἔτης''': -ου, ὁ, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ πληθ. [[ἔται]], οἱ, (ἴδε ἐν τέλει): ― οἱ [[ἔται]], κατὰ τὸν Nitzsch ἐν Ὀδ. Δ. 3, ἦσαν [[κυρίως]] ὁμόφυλοι συγγενεῖς [[μεγάλης]] τινὸς οἰκογενείας καὶ ἐξαρτώμενοι ἐξ αὐτῆς, [[ἔται]] δε ἐλέγοντο καὶ οἱ συνέστιοι φίλοι (Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 408, 26) ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσιν Ἰλ. Ζ. 262· δαίνυνται γάμον πολλοῖσιν ἔτῃσιν Ὀδ. 3· [[συχνάκις]] συνδυάζεται μετ’ ἄλλων συγγενικῶν λέξεων, παῖδές τε κασίγνητοί τε [[ἔται]] τε Ἰλ. Ζ. 239, πρβλ. Π. 456, Ὀδ. Ο. 273· [[ἔται]] καὶ ἀνεψιοὶ Ἰλ. Ι. 464· [[ἔται]] καὶ ἑταῖροι Η. 295· γείτονες ἠδέ [[ἔται]] Ὀδ. Δ.16· σπανίως ἐν τῷ ἑνικ., [[ἔτης]] Ἡρακλῆος Ὀρφ. Ἀργ. 224, Ἕρμανν. ΙΙ. ἀκολούθως, = [[δημότης]] ἤ [[πολίτης]], [[κάτοικος]] ἑκάστης πόλεως, τοῖς δὲ ἔταις [[καττά]] πάτρια δικάζεσθαι, «δι’ [[ἀλλήλων]] λύειν τὰ διάφορα» (Σχόλ.), Θουκ. 5. 79· ἐν τῷ ἑνικῷ, = [[ἰδιώτης]], κατ’ ἀντίθ. [[πρός]] τους κατέχοντας [[ἀρχήν]] τινα, [[πρός]] σε... ὡς ἔτην [[λέγω]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 247· [[οὔτε]] [[δῆμος]] οὔτ’ [[ἔτης]] [[ἀνήρ]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 314· ἀρχῷ... οὐκ ἔτῃ [[πρέπων]] Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 158. ΙΙΙ. περὶ τοῦ ὦ τάν ἤ ὦ ᾿τάν, ἴδε ἐν λέξει τάν. (Ἔχει τὸ [[δίγαμμα]] παρ’ Ὁμ. καὶ γράφεται ϝέτης ἐν Παλαιᾷ τινι Ὀλυμπ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ Ἐπιγρ. 11: πρβλ. [[ἑταῖρος]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> parent, allié <i>d’ord. au pl.</i><br /><b>2</b> concitoyen ; <i>en gén.</i> habitant d’une ville, citoyen ; simple particulier.<br />'''Étymologie:''' DELG du th. pron. *swe- ; cf. <i>russe</i> svatu « beau-frère », <i>lit.</i> svecias « hôte ».
}}
}}