Anonymous

εὐπώγων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπώγων''': ὁ, ἔχων καλὸν πώγωνα, καλὸν [[γένειον]], Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 11, Ἀνθ. Π. 9. 99. 744, Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 8. 17.
|lstext='''εὐπώγων''': ὁ, ἔχων καλὸν πώγωνα, καλὸν [[γένειον]], Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 11, Ἀνθ. Π. 9. 99. 744, Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 8. 17.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />à la belle <i>ou</i> longue barbe.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πώγων]].
}}
}}