Anonymous

ἡδονή: Difference between revisions

From LSJ
1,684 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδονή''': Δωρ. ἁδονά, ἤ, ἐν τοῖς τῶν Τραγ. χορικ., ἡδονά, ἡ, ([[ἥδομαι]])· -εὐφροσύνη, εὐχαρίστησις, [[τέρψις]], [[χαρά]], [[ἡδυπάθεια]], Λατ. voluptas, πρῶτον παρὰ Σιμων. 117 καὶ Ἡροδ.· [[κυρίως]] ἐπὶ σαρκικῶν ἀπολαύσεων, αἱ τοῦ σώματος ἢ περὶ τὸ [[σῶμα]] ἡδοναί, αἱ σαρκικαὶ ἡδοναί, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22., 6. 1, 4· αἱ κατὰ τὸ [[σῶμα]] ἡδ. Πλάτ. Πολιτ. 328D· αἱ σωματικαὶ ἡδ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 8, 4· αἱ περὶ πότους καὶ ἐδωδὰς ἡδ. Πλάτ. Πολ. 389Ε· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἀκοῆς ἡδ., [[τέρψις]] τῶν ὤτων, Θουκ. 3. 38· ἡ ἀπὸ τοῦ εἰδέναι ἡδ. Πλάτ. Πολ. 582Β· καὶ ἐπὶ χαιρεκάκου εὐχαριστήσεως, ἡ ἐπὶ κακοῖς, ἐπὶ λοιδορίαις ἡδ. ὁ αὐτ. Φιλήβ. 50Α, Δημ. 273. 24· - ἡδονῇ ἡσσᾶσθαι, χαρίζεσθαι, ὑποχωρεῖν εἰς ἡδονήν, Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ., κτλ.· κότερα ἀληθΐῃ χρήσωμαι ἢ ἡδονῇ; νὰ εἴπω τὴν ἀλήθειαν ἢ νὰ ὁμιλήσω πρὸς εὐχαρίστησίν σου; Ἡρόδ. 7. 101· ἡδ. ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 7. 160· ἡδ. εἰσέρχεταί τινι εἰ... ὁ αὐτ. 1. 24· ἡδονὴν φέρει Φερεκρ. Χειρ. 1. 2, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 7· - [[συχνάκις]] [[μετὰ]] προσώπων ἐν ἐπιρρ. σημασίᾳ, πρὸς ἢ καθ’ ἡδονὴν [[λέγω]], ὡς τὸ πρὸς [[χάριν]], ὁμιλῶ [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ τέρψω, νὰ εὐχαριστήσω, Ἡρόδ. 3. 126, Σοφ. Ἠλ. 921, Θουκ. 2. 65· καθ’ ἡδονὴν κλύειν, ἀκούειν Σοφ. Τρ. 197, Δημ. 98. 13· καθ’ ἡδονὴν ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Πρ. 261· πρὸς ἡδ. ἐστί μοι [[αὐτόθι]] 494· καθ’ ἡδ. τι δρᾶν, ποιεῖν, Λατ. indulgere genio, Θουκ. 2. 37· καθ’ ἡδονὰς τῷ δήμῳ τι ἐνδιδόναι [[αὐτόθι]] 65· ὃ μέν ἐστι πρὸς ἡδ., ὅ,τι εἶνε εὐάρεστον, Δημ. 226. 29, κτλ.· (ἀλλὰ πρὸς τὴν ἡδ. ἐν συγκρίσει πρὸς…, Σοφ. Ἀντ. 1171)· - ἐν ἡδονῇ ἐστί μοι, μοὶ εἶνε εὐάρεστον, Ἡρόδ. 4. 139, Θουκ., κτλ.· ἑπομ. ἀπαρεμφ., Ἡρόδ. 7. 15· - ἐν ἡδονῇ ἔχω τι, [[εὑρίσκω]] εὐχαρίστησιν ἔν τινι, Θουκ. 3. 9· [[ἀλλά]], ἐν ἡδονῇ ἄρχοντες, ἀντίθ. οἱ λυπηροί, ὁ αὐτ. 1. 99· - μεθ’ ἡδονῆς ὁ αὐτ. 4. 19· - ὑφ’ ἡδονῆς Σοφ. Ἀντ. 648, κτλ.· ὑπὸ τῆς ἡδ. Ἄλεξ. Ἀσκλ. 1, Κρατ. 1. 23· [[ὡσαύτως]] ὡς δοτ. τρόπου, ἡδονῇ, μετ’ εὐχαριστήσεως, Ἡρόδ. 2. 137, Σοφ. Ο. Τ. 1339. 2) [[πρᾶγμα]] ἐν ᾧ εὑρίσκει τις εὐχαρίστησιν, [[τέρψις]], [[ἀπόλαυσις]], ὁ αὐτ. Ἠλ. 873, Ἀριστοφ. Νεφ. 1072. 3) ἐν τῷ πληθ., ἐπιθυμίαι πρὸς ἡδονάς, ἡδονικαὶ ἐπιθυμίαι, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 23, Ἐπιστ. π. Τίτ. γ΄, 3 κ. ἀλλ. ΙΙ. παρὰ τοῖς παλαιοῖς Ἴωσι φιλοσόφοις ἡ [[λέξις]] κεῖται ἐπὶ τῆς ποιότητος σώματός τινος, τῆς γεύσεως, ὀσμῆς, τοῦ εὐχύμου [[αὐτοῦ]], καθ’ ὅσον συνήθως συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ χροίη ([[χρῶμα]]), ἴδε Panzerbieter Διογ. Ἀπολλ. σ. 64, Schaubach Ἀναξαγ. σ. 86· πρβλ. Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 17. 6, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 649Α, πρβλ. 369Ε, Μνησίθ. [[αὐτόθι]] 357F, [[ἔνθα]] ὁ Casaub. ([[ἄνευ]] ἀνάγκης) ἐξέλαβεν αὐτὸ ὡς = ἧδος ΙΙ.
|lstext='''ἡδονή''': Δωρ. ἁδονά, ἤ, ἐν τοῖς τῶν Τραγ. χορικ., ἡδονά, ἡ, ([[ἥδομαι]])· -εὐφροσύνη, εὐχαρίστησις, [[τέρψις]], [[χαρά]], [[ἡδυπάθεια]], Λατ. voluptas, πρῶτον παρὰ Σιμων. 117 καὶ Ἡροδ.· [[κυρίως]] ἐπὶ σαρκικῶν ἀπολαύσεων, αἱ τοῦ σώματος ἢ περὶ τὸ [[σῶμα]] ἡδοναί, αἱ σαρκικαὶ ἡδοναί, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22., 6. 1, 4· αἱ κατὰ τὸ [[σῶμα]] ἡδ. Πλάτ. Πολιτ. 328D· αἱ σωματικαὶ ἡδ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 8, 4· αἱ περὶ πότους καὶ ἐδωδὰς ἡδ. Πλάτ. Πολ. 389Ε· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἀκοῆς ἡδ., [[τέρψις]] τῶν ὤτων, Θουκ. 3. 38· ἡ ἀπὸ τοῦ εἰδέναι ἡδ. Πλάτ. Πολ. 582Β· καὶ ἐπὶ χαιρεκάκου εὐχαριστήσεως, ἡ ἐπὶ κακοῖς, ἐπὶ λοιδορίαις ἡδ. ὁ αὐτ. Φιλήβ. 50Α, Δημ. 273. 24· - ἡδονῇ ἡσσᾶσθαι, χαρίζεσθαι, ὑποχωρεῖν εἰς ἡδονήν, Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ., κτλ.· κότερα ἀληθΐῃ χρήσωμαι ἢ ἡδονῇ; νὰ εἴπω τὴν ἀλήθειαν ἢ νὰ ὁμιλήσω πρὸς εὐχαρίστησίν σου; Ἡρόδ. 7. 101· ἡδ. ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 7. 160· ἡδ. εἰσέρχεταί τινι εἰ... ὁ αὐτ. 1. 24· ἡδονὴν φέρει Φερεκρ. Χειρ. 1. 2, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 7· - [[συχνάκις]] [[μετὰ]] προσώπων ἐν ἐπιρρ. σημασίᾳ, πρὸς ἢ καθ’ ἡδονὴν [[λέγω]], ὡς τὸ πρὸς [[χάριν]], ὁμιλῶ [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ τέρψω, νὰ εὐχαριστήσω, Ἡρόδ. 3. 126, Σοφ. Ἠλ. 921, Θουκ. 2. 65· καθ’ ἡδονὴν κλύειν, ἀκούειν Σοφ. Τρ. 197, Δημ. 98. 13· καθ’ ἡδονὴν ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Πρ. 261· πρὸς ἡδ. ἐστί μοι [[αὐτόθι]] 494· καθ’ ἡδ. τι δρᾶν, ποιεῖν, Λατ. indulgere genio, Θουκ. 2. 37· καθ’ ἡδονὰς τῷ δήμῳ τι ἐνδιδόναι [[αὐτόθι]] 65· ὃ μέν ἐστι πρὸς ἡδ., ὅ,τι εἶνε εὐάρεστον, Δημ. 226. 29, κτλ.· (ἀλλὰ πρὸς τὴν ἡδ. ἐν συγκρίσει πρὸς…, Σοφ. Ἀντ. 1171)· - ἐν ἡδονῇ ἐστί μοι, μοὶ εἶνε εὐάρεστον, Ἡρόδ. 4. 139, Θουκ., κτλ.· ἑπομ. ἀπαρεμφ., Ἡρόδ. 7. 15· - ἐν ἡδονῇ ἔχω τι, [[εὑρίσκω]] εὐχαρίστησιν ἔν τινι, Θουκ. 3. 9· [[ἀλλά]], ἐν ἡδονῇ ἄρχοντες, ἀντίθ. οἱ λυπηροί, ὁ αὐτ. 1. 99· - μεθ’ ἡδονῆς ὁ αὐτ. 4. 19· - ὑφ’ ἡδονῆς Σοφ. Ἀντ. 648, κτλ.· ὑπὸ τῆς ἡδ. Ἄλεξ. Ἀσκλ. 1, Κρατ. 1. 23· [[ὡσαύτως]] ὡς δοτ. τρόπου, ἡδονῇ, μετ’ εὐχαριστήσεως, Ἡρόδ. 2. 137, Σοφ. Ο. Τ. 1339. 2) [[πρᾶγμα]] ἐν ᾧ εὑρίσκει τις εὐχαρίστησιν, [[τέρψις]], [[ἀπόλαυσις]], ὁ αὐτ. Ἠλ. 873, Ἀριστοφ. Νεφ. 1072. 3) ἐν τῷ πληθ., ἐπιθυμίαι πρὸς ἡδονάς, ἡδονικαὶ ἐπιθυμίαι, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 23, Ἐπιστ. π. Τίτ. γ΄, 3 κ. ἀλλ. ΙΙ. παρὰ τοῖς παλαιοῖς Ἴωσι φιλοσόφοις ἡ [[λέξις]] κεῖται ἐπὶ τῆς ποιότητος σώματός τινος, τῆς γεύσεως, ὀσμῆς, τοῦ εὐχύμου [[αὐτοῦ]], καθ’ ὅσον συνήθως συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ χροίη ([[χρῶμα]]), ἴδε Panzerbieter Διογ. Ἀπολλ. σ. 64, Schaubach Ἀναξαγ. σ. 86· πρβλ. Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 17. 6, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 649Α, πρβλ. 369Ε, Μνησίθ. [[αὐτόθι]] 357F, [[ἔνθα]] ὁ Casaub. ([[ἄνευ]] ἀνάγκης) ἐξέλαβεν αὐτὸ ὡς = ἧδος ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />plaisir :<br /><b>I.</b> le plaisir qu’on éprouve :<br /><b>1</b> <i>au sens phys.</i> [[αἱ]] περὶ πότους καὶ περὶ ἐδωδὰς ἡδοναί PLAT les jouissances du boire et du manger ; ἀκοῆς [[ἡδονή]] THC le plaisir d’entendre ; [[αἱ]] ἡδοναί plaisirs des sens;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> plaisir, jouissance : [[ἐν]] ἡδονῇ ἔχειν [[τι]] THC prendre plaisir à qch ; ἡδονὴν ἔχειν τινός SOPH avoir satisfaction de qch ; [[ἐν]] ἡδονῇ [[ἐστί]] μοι, inf. HDT, καθ’ ἡδονήν [[ἐστί]] μοι, inf. ESCHL il m’est agréable de ; εἶναί τινι πρὸς ἡδονήν ESCHL être agréable à qqn ; <i>abs.</i> καθ’ ἡδονήν SOPH, πρὸς ἡδονήν HDT par plaisir, avec plaisir ; καθ’ ἡδονὴν ποιεῖν THC agir à son gré ; θᾶσσον ἢ καθ’ ἡδονὴν ποδός SOPH plus vite qu’au gré de mon pied ; ὑφ’ ἡδονῆς δακρύειν LUC pleurer de joie ; μαίνεσθαι ὑφ’ ἡδονῆς SOPH être fou de joie ; ἡδοναῖς SOPH dans les plaisirs, au milieu des plaisirs ; passion;<br /><b>II.</b> le plaisir qu’on fait éprouver aux autres : ἡδονὴν παρέχειν XÉN procurer du plaisir ; πρὸς ἡδονὴν λέγειν HDT parler de manière à plaire ; μὴ πρὸς ἡδονήν EUR paroles sérieuses, non pour amuser ; κότερα ἀληθηΐῃ χρήσομαι ἢ ἡδονῇ ; HDT parlerai-je franchement <i>ou</i> en vue de te plaire ?<br />'''Étymologie:''' [[ἥδομαι]].
}}
}}