ἡγεμονία: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡγεμονία''': ἡ, τὸ προπορεύεσθαι, ὁδηγεῖν, Ἡρόδ. 2. 93· τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγ., διὰ τοῦ παραδείγματος, Πλάτ. Νόμ. 711C. ΙΙ. ἡ πρώτη, ἀνωτάτη [[ἀρχή]], Ἡρόδ. 1. 7., 3. 65, κτλ.· ἐπὶ στρατηγοῦ ἢ ὑπαλλήλου, Θουκ. 4. 91· ἐν ἡγεμονίαις ὁ αὐτ. 7. 15· ἡ ἡγ. τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 6. 2· ἡ κατὰ πόλεμον ἡγ., τῶν πολεμικῶν ἡ ἡγ. Ἀριστ. Πολ. 3, 14, 12 καὶ 13· τῶν στρατοπέδων Πλάτ. Εὐθυδ. 273C· τῶν ὀπισθοφυλάκων Ξεν. Ἀν. 4. 7, 8· ἡγ. δικαστηρίων, [[ἐξουσία]] ἐπ’ αὐτῶν, διεύθυνσις, Αἰσχίν. 56. 1. 2) ἐν τῷ πολιτικῷ ὀργανισμῷ τῶν Ἑλληνικῶν πολιτειῶν, ἡ [[ἡγεμονία]] ἢ ἡ ἀνωτάτη ἀρχὴ μιᾶς τινος αὐτῶν ἐπὶ πολλῶν ἄλλων ὑποδεεστέρων, [[οἷον]] ἡ τῶν Ἀθηνῶν ἐν τῇ Ἀττικῇ, τῶν Θηβῶν ἐν Βοιωτίᾳ, κτλ. Ἡ [[ἡγεμονία]] τῶν Ἑλληνικῶν στρατευμάτων καὶ στόλων κατὰ τὸν Περσικὸν πόλεμον εἶχε παραχωρηθῆ εἰς τοὺς Σπαρτιάτας· [[μετὰ]] [[ταῦτα]] ἡ στρατιωτικὴ αὕτη [[ἡγεμονία]] ἔλαβε τύπον κυριαρχίας, ἣν κατώρθωσαν νὰ ἀποσπάσωσιν ἀπὸ τῶν Σπαρτιατῶν οἱ Ἀθηναῖοι· ἐπὶ τέλους τοῦ Πελοπονν. πολέμου σκοπὸς ἦτο νὰ ὁρισθῇ εἰς τίνα πόλιν ἐκ τῶν δύο ἀνῆκεν ἡ [[ἡγεμονία]], [[ἤτοι]] ἡ [[κυριαρχία]] τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος· ἡ ἡγ. τῆς Ἑλλάδος Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 33, Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 18· ἡ περὶ Σαλαμῖνα [[νίκη]] καὶ διὰ ταύτης ἡ ἡγ. [[αὐτόθι]] 5. 4, 8. β) ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ imperium, Πλούτ. Μαρ. 36, κτλ.· Αἴγυπτον δήμου Ρωμαίων ἡγεμονίᾳ προσέθηκα Ἐπιγρ. Ἀγκύρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. IV. 1· ἡ βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 1. ΙΙΙ. [[διαίρεσις]] τοῦ στρατοῦ ὑπ’ ἀξιωματικόν, Πλούτ. Καμίλλ. 23. IV. τὸ πρῶτον καὶ κύριον (πράγματός τινος), ἡγ. τῆς τέχνης τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι Δίφιλ. Ἀπολ. 1. 5. V. [[ἡγεμονία]], [[ἀρχή]], Ἑβδ. (Γεν. λς΄, 30)· ἡ Ἰλλυρίδος ἡγ. Ἡρῳδιαν. 6. 7. - Πρβλ. Κόντον Γλωσσ. Παρατ. 122 κἑξ.
|lstext='''ἡγεμονία''': ἡ, τὸ προπορεύεσθαι, ὁδηγεῖν, Ἡρόδ. 2. 93· τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγ., διὰ τοῦ παραδείγματος, Πλάτ. Νόμ. 711C. ΙΙ. ἡ πρώτη, ἀνωτάτη [[ἀρχή]], Ἡρόδ. 1. 7., 3. 65, κτλ.· ἐπὶ στρατηγοῦ ἢ ὑπαλλήλου, Θουκ. 4. 91· ἐν ἡγεμονίαις ὁ αὐτ. 7. 15· ἡ ἡγ. τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 6. 2· ἡ κατὰ πόλεμον ἡγ., τῶν πολεμικῶν ἡ ἡγ. Ἀριστ. Πολ. 3, 14, 12 καὶ 13· τῶν στρατοπέδων Πλάτ. Εὐθυδ. 273C· τῶν ὀπισθοφυλάκων Ξεν. Ἀν. 4. 7, 8· ἡγ. δικαστηρίων, [[ἐξουσία]] ἐπ’ αὐτῶν, διεύθυνσις, Αἰσχίν. 56. 1. 2) ἐν τῷ πολιτικῷ ὀργανισμῷ τῶν Ἑλληνικῶν πολιτειῶν, ἡ [[ἡγεμονία]] ἢ ἡ ἀνωτάτη ἀρχὴ μιᾶς τινος αὐτῶν ἐπὶ πολλῶν ἄλλων ὑποδεεστέρων, [[οἷον]] ἡ τῶν Ἀθηνῶν ἐν τῇ Ἀττικῇ, τῶν Θηβῶν ἐν Βοιωτίᾳ, κτλ. Ἡ [[ἡγεμονία]] τῶν Ἑλληνικῶν στρατευμάτων καὶ στόλων κατὰ τὸν Περσικὸν πόλεμον εἶχε παραχωρηθῆ εἰς τοὺς Σπαρτιάτας· [[μετὰ]] [[ταῦτα]] ἡ στρατιωτικὴ αὕτη [[ἡγεμονία]] ἔλαβε τύπον κυριαρχίας, ἣν κατώρθωσαν νὰ ἀποσπάσωσιν ἀπὸ τῶν Σπαρτιατῶν οἱ Ἀθηναῖοι· ἐπὶ τέλους τοῦ Πελοπονν. πολέμου σκοπὸς ἦτο νὰ ὁρισθῇ εἰς τίνα πόλιν ἐκ τῶν δύο ἀνῆκεν ἡ [[ἡγεμονία]], [[ἤτοι]] ἡ [[κυριαρχία]] τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος· ἡ ἡγ. τῆς Ἑλλάδος Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 33, Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 18· ἡ περὶ Σαλαμῖνα [[νίκη]] καὶ διὰ ταύτης ἡ ἡγ. [[αὐτόθι]] 5. 4, 8. β) ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ imperium, Πλούτ. Μαρ. 36, κτλ.· Αἴγυπτον δήμου Ρωμαίων ἡγεμονίᾳ προσέθηκα Ἐπιγρ. Ἀγκύρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. IV. 1· ἡ βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 1. ΙΙΙ. [[διαίρεσις]] τοῦ στρατοῦ ὑπ’ ἀξιωματικόν, Πλούτ. Καμίλλ. 23. IV. τὸ πρῶτον καὶ κύριον (πράγματός τινος), ἡγ. τῆς τέχνης τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι Δίφιλ. Ἀπολ. 1. 5. V. [[ἡγεμονία]], [[ἀρχή]], Ἑβδ. (Γεν. λς΄, 30)· ἡ Ἰλλυρίδος ἡγ. Ἡρῳδιαν. 6. 7. - Πρβλ. Κόντον Γλωσσ. Παρατ. 122 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de marcher en tête, de guider, de conduire, <i>fig.</i> direction;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i><br /><b>1</b> direction, autorité, prééminence;<br /><b>2</b> <i>particul. dans la constitution des États grecs</i> ἡ [[ἡγεμονία]] τῆς Ἑλλάδος XÉN prééminence <i>ou</i> souveraineté d’un État grec sur toute la Grèce, sur les Grecs, hégémonie;<br /><b>3</b> <i>à Rome</i> commandement d’un chef de corps ; corps de troupes, division militaire ; magistrature <i>en gén.</i> : ἡ μεγίστη [[ἡγεμονία]] καὶ [[ἀρχή]] PLUT la magistrature suprême, le consulat.<br />'''Étymologie:''' [[ἡγεμών]].
}}
}}