Anonymous

ζυγωθρίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῠγωθρίζω''': (ζυγὸν IV.) [[ζυγίζω]], [[ἐξετάζω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 745, κατὰ τὸν Σχολ., ἀλλὰ κατὰ τὸν Εὐστ. 1550. 13, ἐκ τοῦ ζύγωθρον (ὁ τῆς θύρας [[μοχλός]]), [[κλείω]], «μανδαλώνω», πρβλ. [[Πολυδ]] Ι΄, 26.
|lstext='''ζῠγωθρίζω''': (ζυγὸν IV.) [[ζυγίζω]], [[ἐξετάζω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 745, κατὰ τὸν Σχολ., ἀλλὰ κατὰ τὸν Εὐστ. 1550. 13, ἐκ τοῦ ζύγωθρον (ὁ τῆς θύρας [[μοχλός]]), [[κλείω]], «μανδαλώνω», πρβλ. [[Πολυδ]] Ι΄, 26.
}}
{{bailly
|btext=peser ; <i>sel. d’autres</i> mettre sous les verrous, enfermer.<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]], [[ὠθέω]].
}}
}}