Anonymous

ἐφύω: Difference between revisions

From LSJ
267 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφύω''': ἀπρόσ., ἐφύει, βρέχει [[ἐπάνω]] εἴς τι, [[μετὰ]] δοτ., χείριστον δὲ ἐὰν ἀπανθοῦσί τισιν ἐφύσῃ καθάπερ ἐλάᾳ καὶ ἀμπέλῳ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 8, κτλ.· ἀπολ., ἐφύει γὰρ [[ὅπου]] ἂν ἐπιστῇ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 17, 7· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐφυσμένος, βεβρεγμένος, ἐκτεθειμένος εἰς τὴν βροχήν, Ξεν. Κυν. 9, 5.
|lstext='''ἐφύω''': ἀπρόσ., ἐφύει, βρέχει [[ἐπάνω]] εἴς τι, [[μετὰ]] δοτ., χείριστον δὲ ἐὰν ἀπανθοῦσί τισιν ἐφύσῃ καθάπερ ἐλάᾳ καὶ ἀμπέλῳ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 8, κτλ.· ἀπολ., ἐφύει γὰρ [[ὅπου]] ἂν ἐπιστῇ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 17, 7· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐφυσμένος, βεβρεγμένος, ἐκτεθειμένος εἰς τὴν βροχήν, Ξεν. Κυν. 9, 5.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> mouiller de pluie ; <i>part. pf. Pass.</i> [[ἐφυσμένος]] trempé de pluie;<br /><b>II.</b> impers. • ἐφύει :<br /><b>1</b> il pleut sur;<br /><b>2</b> il pleut ensuite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὕω]].
}}
}}