3,277,220
edits
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφύω''': ἀπρόσ., ἐφύει, βρέχει [[ἐπάνω]] εἴς τι, [[μετὰ]] δοτ., χείριστον δὲ ἐὰν ἀπανθοῦσί τισιν ἐφύσῃ καθάπερ ἐλάᾳ καὶ ἀμπέλῳ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 8, κτλ.· ἀπολ., ἐφύει γὰρ [[ὅπου]] ἂν ἐπιστῇ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 17, 7· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐφυσμένος, βεβρεγμένος, ἐκτεθειμένος εἰς τὴν βροχήν, Ξεν. Κυν. 9, 5. | |lstext='''ἐφύω''': ἀπρόσ., ἐφύει, βρέχει [[ἐπάνω]] εἴς τι, [[μετὰ]] δοτ., χείριστον δὲ ἐὰν ἀπανθοῦσί τισιν ἐφύσῃ καθάπερ ἐλάᾳ καὶ ἀμπέλῳ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 8, κτλ.· ἀπολ., ἐφύει γὰρ [[ὅπου]] ἂν ἐπιστῇ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 17, 7· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐφυσμένος, βεβρεγμένος, ἐκτεθειμένος εἰς τὴν βροχήν, Ξεν. Κυν. 9, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> mouiller de pluie ; <i>part. pf. Pass.</i> [[ἐφυσμένος]] trempé de pluie;<br /><b>II.</b> impers. • ἐφύει :<br /><b>1</b> il pleut sur;<br /><b>2</b> il pleut ensuite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὕω]]. | |||
}} | }} |