Anonymous

ἡμέτερος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμέτερος''': Δωρ. ἁμέτ-, α, ον, ([[ἡμεῖς]]) [[ἰδικός]] μας, Λατ. noster, Ὅμ. καί Ἀττ.· εἰς ἡμέτερον (ἐνν. [[δῶμα]]) Ὀδ. Β. 55, Ρ. 534· [[οὕτως]], ἡμέτερόνδε Θ. 39. Ο. 513· ἐφ’ ἡμέτερ’ Ο. 88, Ἰλ. Ι. 619· ἐν ἡμετέρου Ἠρόδ. 1. 35., 7. 8, 4· ἡ ἡμετέρα (ἐνν. [[χώρα]]) Θουκ. 6. 21, κτλ.· - τό ἡμέτερον, ὅσον δι’ ἡμᾶς, τό καθ’ ἡμᾶς, Πλάτ. Τιμ. 27D. Νόμ. 778D. κτλ.· τά ἡμέτερα φρονεῖν 443
|lstext='''ἡμέτερος''': Δωρ. ἁμέτ-, α, ον, ([[ἡμεῖς]]) [[ἰδικός]] μας, Λατ. noster, Ὅμ. καί Ἀττ.· εἰς ἡμέτερον (ἐνν. [[δῶμα]]) Ὀδ. Β. 55, Ρ. 534· [[οὕτως]], ἡμέτερόνδε Θ. 39. Ο. 513· ἐφ’ ἡμέτερ’ Ο. 88, Ἰλ. Ι. 619· ἐν ἡμετέρου Ἠρόδ. 1. 35., 7. 8, 4· ἡ ἡμετέρα (ἐνν. [[χώρα]]) Θουκ. 6. 21, κτλ.· - τό ἡμέτερον, ὅσον δι’ ἡμᾶς, τό καθ’ ἡμᾶς, Πλάτ. Τιμ. 27D. Νόμ. 778D. κτλ.· τά ἡμέτερα φρονεῖν 443
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> notre, le nôtre ; [[εἰς]] ἡμέτερον ([[δῶμα]]) OD, ἡμέτερόνδε OD, ἐφ’ ἡμέτερ’ IL, [[ἐν]] ἡμετέρου HDT dans notre demeure ; ἡ ἡμετέρα ([[χώρα]]) THC notre pays ; τὸ ἡμέτερον, quant à ce qui nous regarde, pour notre part ; avec un gén. : ἡμέτερον αὐτῶν PLAT notre propre (demeure) (<i>p.</i> [[ἡμῶν]] αὐτῶν);<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[ἐμός]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡμεῖς]].
}}
}}