3,274,216
edits
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἥκω''': παρατ. ἧκον· μέλλ. ἥξω Ἡρόδ. 1. 13., 7. 157, Θουκ. 4. 30, κτλ., Δωρ. ἡξῶ Θεόκρ. 4. 47· πάντες οἱ ἄλλοι χρόνοι μεταγεν.· μετοχ. ἀορ. ἥξας Παυσ. 2. 11, 5, Γαλην.· πρκμ. ἧκα Φιλόστρ. 115, Σκύμν. 62, Συλλ. Ἐπιγρ. 4762, Δωρ. α΄ πληθ. ἥκαμες Πλούτ. 2. 225Β· ὑπερσ. ἥκεσαν Ἰώσηπ. Ι. Α. 19. 1, 14. - Μέσ., ἐνεστ. ὑποτακτ. ἥκηται Ἀρετ. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1· μέλλ. ἥξομαι Μ. Ἀντών. 2. 4, Χρησμ. Σιβ. 12 (14). 200. (Ἐκ τῆς √ Ἑ, ἥτις γίνεται μεταβατ. ἐν τῷ τύπῳ [[ἵημι]], ἀόρ. α΄ ἧκα). Ἔχω ἔλθει, εἶμαι παρών, ἰσοδύναμ. [[πάρειμι]], ἀφῖγμαι, Λατ. adesse, [[κυρίως]] μὲ σημασ. πρκμ. καὶ ὁ παρατ. ἧκον μὲ σημ. ὑπερσυντ., εἶχον ἔλθει, καὶ ὁ μέλλ. ἥξω, ὡς τετελ. μέλλ. θὰ ἔχω ἔλθει, ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον πρὸς τὸ [[οἴχομαι]], ἔχω ἀπέλθει, ἐνῷ τὸ [[ἔρχομαι]] χρησιμεύει ὡς ἐνεστὼς ἀμφοτέρων, καὶ τὸ [[εἶμι]] (ibo) ὡς μέλλ. - [[ῥῆμα]] τῶν μεθ’ Ὅμηρον χρόνων ([[διότι]] ἐν Ἰλ. Ε. 478, Ὀδ. Ν. 325, ὁ Bekker ἔχει διορθώσει ἵκω, ὡς παρὰ Πινδ., ἴδε Böckh διάφ. γραφ. Ο. 4. 18)· - ὁ παρατ. δὲν εἶνε [[συνήθης]], Αἰσχύλ. Πρ. 661, Πλάτ. Πολ. 327Ε· ὁ μέλλων ἥξω εἶνε συνηθέστερος, Αἰσχύλ. Πρ. 103, 717, 730, Εὐρ. Ἀνδρ. 738, Ἀριστοφ. Εἰρ. 265, Χρησμ. παρὰ Θουκ. 2. 54, κτλ.· ἧκε προστακτ., Σοφ. Αἴ. 1116, Εὐρ. Ρήσ. 337, Ἀριστοφ. Εἰρ. 275, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 25. - Πρβλ. καὶ Κόντον Γλωσσικ. Παρατηρήσ. σ. 451 καὶ 531. - Συντάσσεται συνήθ. [[μετὰ]] τοῦ εἰς, Ἡρόδ. 8. 50, Αἰσχύλ. Χο. 3, κτλ.· ἥκ. [[παρά]] τινα Ἡρόδ. 7. 157, Θουκ. 1. 137· πρὸς πόλιν Σοφ. Ο. Κ. 734· ἥκ. ἐπί τινα, [[ἐπέρχομαι]], [[προσβάλλω]], Πλάτ. Πολ. 336Β· [[μετὰ]] μόνης αἰτ., ἥξεις ποταμὸν Αἰσχύλ. Πρ. 717, πρβλ. 724, 730· ἥκ. δῆμον τὸν Λυρκείου Σοφ. Ἀποσπ. 709, πρβλ. 265, Εὐρ. Βάκχ. 1· ἥκουσιν αὐτῷ ἄγγελοι Ξεν. Κύρ. 5. 3, 26· ἐς ταὐτὸ ἥκ., ἔχω καταλήξει εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], συμφωνῶ, Εὐρ. Ἑκ. 748, Ἱππ. 273· μετ’ ἐπιρρ. κινήσεως εἰς τόπον, ἥκειν [[ἐνθάδε]], [[δεῦρο]], κτλ., Σοφ. Φ. 377, κτλ.· βῆναι [[κεῖθεν]] ὅθενπερ ἥκει ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1226· - [[ἀλλά]], ἥκειν ἐπὶ τὸ [[στράτευμα]] Ξεν. Ἀν. 7. 6, 2, δὲν σημαίνει ἔχω ἔλθει εἰς τὸ [[στράτευμα]], [[ἀλλά]], διὰ τὸ [[στράτευμα]], ὡς τό, [[μετὰ]] τὸ [[στράτευμα]]· [[οὕτως]], οἱ ἐπὶ τοῦθ’ ἥκοντες Δημ. 234. 22· ἐπ’ ὀλέθρῳ Εὐρ. Ι. Α. 886· [[οὕτως]], ἡκ. διὰ [[ταῦτα]], [[ἕνεκα]] τούτου Πλάτ., κτλ.· περὶ σπονδῶν Ξεν. Ἀν. 2. 3, 4· [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδ. ἀντων., αὐτὰ [[ταῦτα]] ἥκω Πλάτ. Πρωτ. 310Ε· ὅ τι ἥκοιεν Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 9· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ὁδὸν μακρὰν ἥκειν ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 5, 42· - μετ’ ἀπαρ., μανθάνειν γὰρ ἥκομεν, ἔχομεν ἔλθει διὰ νὰ μάθωμεν, Σοφ. Ο. Κ. 12. 2) ἔχω φθάσει, ἔχω καταντήσει, ἐς τοσήνδ’ ὕβριν [[αὐτόθι]] 1030· ἐς τοῦτο ἀμαθίας Εὐρ. Ἀνδρ. 170· ἐς τοσοῦτον ἀμαθίας Πλάτ. Ἀπολ. 25Ε· ἐς ὅσον ἡλικίας ὁ αὐτ. Χαρμ. 157D, κτλ.· πρὸς γάμων ἀκμὰς Σοφ. Ο. Τ. 1492· ὁρᾷς ἵν’ ἥκεις; [[αὐτόθι]] 687, κτλ. β) διὰ μάχης, δι’ ὀργῆς ἥκειν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 475, Σοφ. Ο. Κ. 905· πρβλ. διὰ Α. IV. γ) μετ’ ἐπιρρ. ᾧ ἕπεται γενικὴ ἐξαρτωμένη ἐξ [[αὐτοῦ]], οὕτω [[πόρρω]] σοφίας ἥκει Πλάτ. Εὐθυδ. 294Ε· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ ἔχω Β. ΙΙ. 2, εὖ ἥκειν τινός, εἶμαι καλὰ ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], ἔχω ἀφθονίαν πράγματός τινος, ὡς εὖ ἡκ. τοῦ βίου, χρημάτων Ἡρόδ. 1. 30., 5. 62· ἑωυτῶν ὁ αὐτ. 1. 102· θεῶν ὁ αὐτ. 8. 111· πιθανότητος παρὰ Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 1· ἐν τῷ [[καλῶς]] αὐτοῖς κατθανεῖν ἧκον βίου, Εὐρ. Ἀλκ. 291, [[ἴσως]] δύο διανοήματα εἶνε συγκεχωνευμένα, ὅτι ἡ ζωὴ αὐτῶν ἦτο ἱκανῶς προκεχωρηκυῖα, καὶ ὅτι ἦτο καλὸν δι’ αὐτοὺς νὰ ἀποθάνωσιν (ἐν τοιαύτῃ ἡλικίᾳ), -[[ὡσαύτως]], χώρην οὐχ ὁμοίως ἥκουσαν ὡρέων, χώραν ἔχουσαν ἀνομοίους ὥρας τοῦ ἔτους, Ἡρόδ. 1. 149· οὕτω, πῶς ἀγῶνος ἥκομεν; πῶς «τὰ ‘πήγαμε» κατὰ τὸν ἀγῶνα, Εὐρ. Ἠλ. 751· ὧδε γένους ἡκ. τινί, εἶμαι κατὰ τοῦτον τὸν βαθμὸν συγγενὴς [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. [[Ἡρακλ]]. 213· -[[ὡσαύτως]], εὖ ἥκω, ἀπολ., εἶμαι καλά, [[ἀκμάζω]], εὖ ἔχω, Ἡρόδ. 1. 30· ([[ὡσαύτως]], ἐς [[μῆκος]] εὖ ἥκων Αἰλ. π. Z. 4. 34)· σὺ δὲ δυνάμιος ἥκεις [[μεγάλως]] Ἡρόδ.. 7. 157. 3) ἔχω ἐπανέλθει, ἐπέστρεψα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 265, 275, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 9, Δημ. 479. 4· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἄψορρον, [[πάλιν]] ἥκειν Τραγ., κτλ. 4) [[μετὰ]] μετοχ. τροπικ., ἥκω φέρων, ἔχω ἔλθει φέρων (δηλ. ἦλθον μέ.), Σοφ. Ο.Κ. 579, πρβλ. 357, Πλάτ. Γοργ. 518D·[[οὕτως]], ἧκεν ἄγων ὁ αὐτ. Φαίδωνι 117Α· ἥκεις ἔχων τι ὁ αὐτ. Γοργ. 491C, κτλ.· -ἀλλὰ [[μετὰ]] μετοχ. μέλλ. ὡς τὸ [[ἔρχομαι]], ἥκω φράσων, ἀγγελῶν, κτλ., δηλοῦται [[σκοπός]], ἵνα εἴπω, ἵνα ἀγγείλω, Εὐο. Φοιν. 706, 1075. 5) [[ἐνίοτε]] ἀπλῶς ὡς τὸ εἰμί, θεοῑς [[ἔχθιστος]] ἥκω, (ὡς παρὰ Οὐεργιλίω seu deus immensi venias maris, ἀντὶ fias) Σοφ. Ο. Τ. 1519, πρβλ. Aἴ. 636, Ἠλ. 1201, κλ.· ἀπὸ πολιτειῶν τοιούτων ἥκετε, ἐν αἷς.. Θουκ. 4. 126. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων: -ἐπὶ φαγητῶν, ἔχω ἔλθει (εἰς τὴν τράπεζαν), Ἄλεξ. Λευκαδ. 1· ὡς τὰ περιφερόμενα ἧκε πρὸς ἡμᾶς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 3· ἐπὶ φήμης, ἐμοὶ ἀγγελίῃ ἥκει Ἡρόδ. 8. 140, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1177· ἐπὶ συμβάντος ἢ γεγονότος, [[πῆμα]] ἥκει τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 103, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 606, κτλ.· τῷδε τἀνδρὶ ἥκει βίου τελευτὴ Σοφ. Ο. Κ. 1472· ἵν’ ἥκει τὰ μαντεύματα, εἰς ποῖον [[σημεῖον]] ἔχουσι φθάσει, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 953· ὡς αὐτὸν ἥξοι (ἕξοι) [[μοῖρα]] ὁ αὐτ. Ο. Τ. 713· -ἐπὶ χρόνου, ἥκει [[ἦμαρ]]. νὺξ Τραγ.· ἥξει [[πόλεμος]] παρὰ Θουκ. 2. 54· ἐς αὐτὸν ἥξει τὸ δεινὸν ὁ αὐτ. 6. 77. 2) ὡς τὸ [[προσήκω]], [[ἀνήκω]], ἔχω συγγένειαν ἢ σχέσιν, ἀναφέρομαι, [[τείνω]], ποῖ ἥκει [[λόγος]]; εἰς τί ἀναφέρονται οἱ λόγοι; Seidl. Εὐρ. Τρω. 155· εἰς ἔμ’ ἥκει… τὰ πράγματα, Λατ. pertinent ad me, Ἀριστοφ. Πλ. 919· εἰς ἐμὲ τὸ ἐλλεῖπον ἥξει, θὰ πέσῃ [[ἐπάνω]] μου, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 13· [[συχν]]. ἐν τῇ μετοχ., τὰ εἰς τοὺς κινδύνους ἥκοντα Ἀντιφῶν 139. 5· τὰ εἰς πλοῦτον ἥκ. Πλάτ. Ἐρυξ. 392Ε· τὰ πρὸς ἔπαινον, εἰς φιλανθρωπίαν ἥκ. Πολύβ. 12. 15, 9., 28. 15, 2, κτλ. 3) ἐξαρτῶμαι ἔκ τινος, ἡ [[σωτηρία]] ἐπὶ τὴν πρεσβείαν ἧκε Δημ. 350. 14. 4) μετ’ ἀπαρ., ἧκέ μοι γένει... πενθεῖν, προσῆκέ μοι [[ἕνεκα]] τῆς συγγενείας νά…, Σοφ. Ο. Κ. 738. 5) [[μετὰ]] μετοχ., ὃ καὶ νῡν ἥκει γενόμενον, [[ὅπερ]] συνήθως συμβαίνει καὶ τώρα. Πολύβ. 26. 2, 1. -Πρβλ. Κόντον Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 451 καὶ 531. | |lstext='''ἥκω''': παρατ. ἧκον· μέλλ. ἥξω Ἡρόδ. 1. 13., 7. 157, Θουκ. 4. 30, κτλ., Δωρ. ἡξῶ Θεόκρ. 4. 47· πάντες οἱ ἄλλοι χρόνοι μεταγεν.· μετοχ. ἀορ. ἥξας Παυσ. 2. 11, 5, Γαλην.· πρκμ. ἧκα Φιλόστρ. 115, Σκύμν. 62, Συλλ. Ἐπιγρ. 4762, Δωρ. α΄ πληθ. ἥκαμες Πλούτ. 2. 225Β· ὑπερσ. ἥκεσαν Ἰώσηπ. Ι. Α. 19. 1, 14. - Μέσ., ἐνεστ. ὑποτακτ. ἥκηται Ἀρετ. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1· μέλλ. ἥξομαι Μ. Ἀντών. 2. 4, Χρησμ. Σιβ. 12 (14). 200. (Ἐκ τῆς √ Ἑ, ἥτις γίνεται μεταβατ. ἐν τῷ τύπῳ [[ἵημι]], ἀόρ. α΄ ἧκα). Ἔχω ἔλθει, εἶμαι παρών, ἰσοδύναμ. [[πάρειμι]], ἀφῖγμαι, Λατ. adesse, [[κυρίως]] μὲ σημασ. πρκμ. καὶ ὁ παρατ. ἧκον μὲ σημ. ὑπερσυντ., εἶχον ἔλθει, καὶ ὁ μέλλ. ἥξω, ὡς τετελ. μέλλ. θὰ ἔχω ἔλθει, ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον πρὸς τὸ [[οἴχομαι]], ἔχω ἀπέλθει, ἐνῷ τὸ [[ἔρχομαι]] χρησιμεύει ὡς ἐνεστὼς ἀμφοτέρων, καὶ τὸ [[εἶμι]] (ibo) ὡς μέλλ. - [[ῥῆμα]] τῶν μεθ’ Ὅμηρον χρόνων ([[διότι]] ἐν Ἰλ. Ε. 478, Ὀδ. Ν. 325, ὁ Bekker ἔχει διορθώσει ἵκω, ὡς παρὰ Πινδ., ἴδε Böckh διάφ. γραφ. Ο. 4. 18)· - ὁ παρατ. δὲν εἶνε [[συνήθης]], Αἰσχύλ. Πρ. 661, Πλάτ. Πολ. 327Ε· ὁ μέλλων ἥξω εἶνε συνηθέστερος, Αἰσχύλ. Πρ. 103, 717, 730, Εὐρ. Ἀνδρ. 738, Ἀριστοφ. Εἰρ. 265, Χρησμ. παρὰ Θουκ. 2. 54, κτλ.· ἧκε προστακτ., Σοφ. Αἴ. 1116, Εὐρ. Ρήσ. 337, Ἀριστοφ. Εἰρ. 275, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 25. - Πρβλ. καὶ Κόντον Γλωσσικ. Παρατηρήσ. σ. 451 καὶ 531. - Συντάσσεται συνήθ. [[μετὰ]] τοῦ εἰς, Ἡρόδ. 8. 50, Αἰσχύλ. Χο. 3, κτλ.· ἥκ. [[παρά]] τινα Ἡρόδ. 7. 157, Θουκ. 1. 137· πρὸς πόλιν Σοφ. Ο. Κ. 734· ἥκ. ἐπί τινα, [[ἐπέρχομαι]], [[προσβάλλω]], Πλάτ. Πολ. 336Β· [[μετὰ]] μόνης αἰτ., ἥξεις ποταμὸν Αἰσχύλ. Πρ. 717, πρβλ. 724, 730· ἥκ. δῆμον τὸν Λυρκείου Σοφ. Ἀποσπ. 709, πρβλ. 265, Εὐρ. Βάκχ. 1· ἥκουσιν αὐτῷ ἄγγελοι Ξεν. Κύρ. 5. 3, 26· ἐς ταὐτὸ ἥκ., ἔχω καταλήξει εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], συμφωνῶ, Εὐρ. Ἑκ. 748, Ἱππ. 273· μετ’ ἐπιρρ. κινήσεως εἰς τόπον, ἥκειν [[ἐνθάδε]], [[δεῦρο]], κτλ., Σοφ. Φ. 377, κτλ.· βῆναι [[κεῖθεν]] ὅθενπερ ἥκει ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1226· - [[ἀλλά]], ἥκειν ἐπὶ τὸ [[στράτευμα]] Ξεν. Ἀν. 7. 6, 2, δὲν σημαίνει ἔχω ἔλθει εἰς τὸ [[στράτευμα]], [[ἀλλά]], διὰ τὸ [[στράτευμα]], ὡς τό, [[μετὰ]] τὸ [[στράτευμα]]· [[οὕτως]], οἱ ἐπὶ τοῦθ’ ἥκοντες Δημ. 234. 22· ἐπ’ ὀλέθρῳ Εὐρ. Ι. Α. 886· [[οὕτως]], ἡκ. διὰ [[ταῦτα]], [[ἕνεκα]] τούτου Πλάτ., κτλ.· περὶ σπονδῶν Ξεν. Ἀν. 2. 3, 4· [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδ. ἀντων., αὐτὰ [[ταῦτα]] ἥκω Πλάτ. Πρωτ. 310Ε· ὅ τι ἥκοιεν Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 9· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ὁδὸν μακρὰν ἥκειν ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 5, 42· - μετ’ ἀπαρ., μανθάνειν γὰρ ἥκομεν, ἔχομεν ἔλθει διὰ νὰ μάθωμεν, Σοφ. Ο. Κ. 12. 2) ἔχω φθάσει, ἔχω καταντήσει, ἐς τοσήνδ’ ὕβριν [[αὐτόθι]] 1030· ἐς τοῦτο ἀμαθίας Εὐρ. Ἀνδρ. 170· ἐς τοσοῦτον ἀμαθίας Πλάτ. Ἀπολ. 25Ε· ἐς ὅσον ἡλικίας ὁ αὐτ. Χαρμ. 157D, κτλ.· πρὸς γάμων ἀκμὰς Σοφ. Ο. Τ. 1492· ὁρᾷς ἵν’ ἥκεις; [[αὐτόθι]] 687, κτλ. β) διὰ μάχης, δι’ ὀργῆς ἥκειν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 475, Σοφ. Ο. Κ. 905· πρβλ. διὰ Α. IV. γ) μετ’ ἐπιρρ. ᾧ ἕπεται γενικὴ ἐξαρτωμένη ἐξ [[αὐτοῦ]], οὕτω [[πόρρω]] σοφίας ἥκει Πλάτ. Εὐθυδ. 294Ε· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ ἔχω Β. ΙΙ. 2, εὖ ἥκειν τινός, εἶμαι καλὰ ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], ἔχω ἀφθονίαν πράγματός τινος, ὡς εὖ ἡκ. τοῦ βίου, χρημάτων Ἡρόδ. 1. 30., 5. 62· ἑωυτῶν ὁ αὐτ. 1. 102· θεῶν ὁ αὐτ. 8. 111· πιθανότητος παρὰ Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 1· ἐν τῷ [[καλῶς]] αὐτοῖς κατθανεῖν ἧκον βίου, Εὐρ. Ἀλκ. 291, [[ἴσως]] δύο διανοήματα εἶνε συγκεχωνευμένα, ὅτι ἡ ζωὴ αὐτῶν ἦτο ἱκανῶς προκεχωρηκυῖα, καὶ ὅτι ἦτο καλὸν δι’ αὐτοὺς νὰ ἀποθάνωσιν (ἐν τοιαύτῃ ἡλικίᾳ), -[[ὡσαύτως]], χώρην οὐχ ὁμοίως ἥκουσαν ὡρέων, χώραν ἔχουσαν ἀνομοίους ὥρας τοῦ ἔτους, Ἡρόδ. 1. 149· οὕτω, πῶς ἀγῶνος ἥκομεν; πῶς «τὰ ‘πήγαμε» κατὰ τὸν ἀγῶνα, Εὐρ. Ἠλ. 751· ὧδε γένους ἡκ. τινί, εἶμαι κατὰ τοῦτον τὸν βαθμὸν συγγενὴς [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. [[Ἡρακλ]]. 213· -[[ὡσαύτως]], εὖ ἥκω, ἀπολ., εἶμαι καλά, [[ἀκμάζω]], εὖ ἔχω, Ἡρόδ. 1. 30· ([[ὡσαύτως]], ἐς [[μῆκος]] εὖ ἥκων Αἰλ. π. Z. 4. 34)· σὺ δὲ δυνάμιος ἥκεις [[μεγάλως]] Ἡρόδ.. 7. 157. 3) ἔχω ἐπανέλθει, ἐπέστρεψα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 265, 275, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 9, Δημ. 479. 4· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἄψορρον, [[πάλιν]] ἥκειν Τραγ., κτλ. 4) [[μετὰ]] μετοχ. τροπικ., ἥκω φέρων, ἔχω ἔλθει φέρων (δηλ. ἦλθον μέ.), Σοφ. Ο.Κ. 579, πρβλ. 357, Πλάτ. Γοργ. 518D·[[οὕτως]], ἧκεν ἄγων ὁ αὐτ. Φαίδωνι 117Α· ἥκεις ἔχων τι ὁ αὐτ. Γοργ. 491C, κτλ.· -ἀλλὰ [[μετὰ]] μετοχ. μέλλ. ὡς τὸ [[ἔρχομαι]], ἥκω φράσων, ἀγγελῶν, κτλ., δηλοῦται [[σκοπός]], ἵνα εἴπω, ἵνα ἀγγείλω, Εὐο. Φοιν. 706, 1075. 5) [[ἐνίοτε]] ἀπλῶς ὡς τὸ εἰμί, θεοῑς [[ἔχθιστος]] ἥκω, (ὡς παρὰ Οὐεργιλίω seu deus immensi venias maris, ἀντὶ fias) Σοφ. Ο. Τ. 1519, πρβλ. Aἴ. 636, Ἠλ. 1201, κλ.· ἀπὸ πολιτειῶν τοιούτων ἥκετε, ἐν αἷς.. Θουκ. 4. 126. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων: -ἐπὶ φαγητῶν, ἔχω ἔλθει (εἰς τὴν τράπεζαν), Ἄλεξ. Λευκαδ. 1· ὡς τὰ περιφερόμενα ἧκε πρὸς ἡμᾶς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 3· ἐπὶ φήμης, ἐμοὶ ἀγγελίῃ ἥκει Ἡρόδ. 8. 140, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1177· ἐπὶ συμβάντος ἢ γεγονότος, [[πῆμα]] ἥκει τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 103, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 606, κτλ.· τῷδε τἀνδρὶ ἥκει βίου τελευτὴ Σοφ. Ο. Κ. 1472· ἵν’ ἥκει τὰ μαντεύματα, εἰς ποῖον [[σημεῖον]] ἔχουσι φθάσει, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 953· ὡς αὐτὸν ἥξοι (ἕξοι) [[μοῖρα]] ὁ αὐτ. Ο. Τ. 713· -ἐπὶ χρόνου, ἥκει [[ἦμαρ]]. νὺξ Τραγ.· ἥξει [[πόλεμος]] παρὰ Θουκ. 2. 54· ἐς αὐτὸν ἥξει τὸ δεινὸν ὁ αὐτ. 6. 77. 2) ὡς τὸ [[προσήκω]], [[ἀνήκω]], ἔχω συγγένειαν ἢ σχέσιν, ἀναφέρομαι, [[τείνω]], ποῖ ἥκει [[λόγος]]; εἰς τί ἀναφέρονται οἱ λόγοι; Seidl. Εὐρ. Τρω. 155· εἰς ἔμ’ ἥκει… τὰ πράγματα, Λατ. pertinent ad me, Ἀριστοφ. Πλ. 919· εἰς ἐμὲ τὸ ἐλλεῖπον ἥξει, θὰ πέσῃ [[ἐπάνω]] μου, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 13· [[συχν]]. ἐν τῇ μετοχ., τὰ εἰς τοὺς κινδύνους ἥκοντα Ἀντιφῶν 139. 5· τὰ εἰς πλοῦτον ἥκ. Πλάτ. Ἐρυξ. 392Ε· τὰ πρὸς ἔπαινον, εἰς φιλανθρωπίαν ἥκ. Πολύβ. 12. 15, 9., 28. 15, 2, κτλ. 3) ἐξαρτῶμαι ἔκ τινος, ἡ [[σωτηρία]] ἐπὶ τὴν πρεσβείαν ἧκε Δημ. 350. 14. 4) μετ’ ἀπαρ., ἧκέ μοι γένει... πενθεῖν, προσῆκέ μοι [[ἕνεκα]] τῆς συγγενείας νά…, Σοφ. Ο. Κ. 738. 5) [[μετὰ]] μετοχ., ὃ καὶ νῡν ἥκει γενόμενον, [[ὅπερ]] συνήθως συμβαίνει καὶ τώρα. Πολύβ. 26. 2, 1. -Πρβλ. Κόντον Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 451 καὶ 531. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἧκον, <i>f.</i> ἥξω, <i>ao.</i> [[ἧξα]], <i>pf.</i> [[ἧκα]] ; <i>pqp.</i> ἥκειν;<br /><b>1</b> être arrivé, être venu, être là ; <i>avec une prép.</i> [[ἐς]] τὴν Ἀττικήν HDT, [[ἐς]] [[τὰς]] Ἀθήνας HDT être arrivé en Attique, à Athènes ; ἥκ. [[εἴς]] τινα, [[πρός]] τινα, [[παρά]] τινα, être arrivé <i>ou</i> se trouver près de qqn ; πρὸς πόλιν SOPH près de la ville ; ἥκουσιν [[αὐτῷ]] ἄγγελοι XÉN des messagers lui arrivent ; μακρὰν ὁδὸν ἥκ. XÉN avoir fait une longue route ; [[ἥκω]] φράσων SOPH je suis venu pour dire ; μανθάνειν ἥκομεν SOPH nous sommes venus pour apprendre ; ἐμοὶ [[ἀγγελίη]] ἥκει HDT un message m’est arrivé ; ἥκει [[ἦμαρ]] ESCHL le jour est venu ; [[εἰς]] τοσοῦτον ἀμαθίας [[ἥκω]] [[ὥστε]] PLAT j’en suis venu à ce point d’ignorance que ; διὰ μάχης ἥκειν ESCHL, δι’ οργῆς ἥκ. SOPH en être venu à combattre, à s’irriter ; [[εὖ]] <i>ou</i> [[καλῶς]] ἥκειν HDT aller bien ; avec le gén. : [[εὖ]] ἥκειν [[τοῦ]] βίου HDT, χρημάτων HDT réussir en qch, être bien venu en fait de bonheur dans la vie, de fortune ; avoir du bonheur, de la fortune ; ἥκει [[οὐχ]] [[ὁμοίως]] [[ὡρέων]] HDT il ne jouit pas d’une température semblable <i>en parl. d’un pays</i>;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> aboutir à, se rapporter à, se rattacher à : [[εἰς]] ἔμ’ ἥκει τῆς πόλεως τὰ πράγματα AR les affaires de la cité m’intéressent, me regardent.<br />'''Étymologie:''' formé d’après le pf. [[ἧκα]], c. ἑστήκω d’après [[ἕστηκα]]. | |||
}} | }} |