Anonymous

ἠλακάτη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠλᾰκάτη''': κᾰ, ἡ, Δωρ. ἠλακκάτᾱ Εὐ., ἀλακάτᾱ Θεόκρ.· (ἴδε ἐν λ. ἄρκυς): -[[ἠλακάτη]], «ῥόκα», Λατ. colus, ἐφ᾿ ἧς τυλίσσεται τὸ [[ἔριον]], Ὀδ. Δ. 135, πρβλ. Α. 357, Ἰλ. Z. 491, Εὐρ., κτλ.· ἡ ἠλ. τοῦ ἀτράκτου, ἡ [[ῥάβδος]], τὸ [[στέλεχος]] τοῦ ἀτράκτου, Πλάτ. Πολ. 616C· πρὶν γηραιῇσι μιγήμεναι ἠλακάτῃσιν, πρὶν ἔλθῃ εἰς τὸ [[γῆρας]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6280B. 18. ΙΙ. ὡς τὸ ἄτρακτος, ἐπὶ πολλῶν πραγμάτων ἐχόντων τὸ [[σχῆμα]] τῆς ἠλακάτης, ὡς: 1) «καλαμοκάννι», τὸ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς γόνατος [[μέχρι]] τοῦ ἑτέρου [[μέρος]] τοῦ καλάμου, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 2, 1· [[δόναξ]] ῾Ησύχ.· πρβλ. [[πολυηλάκατος]]. 2) [[βέλος]], ὡς τὸ ἄτρακτος, Ἡσύχ., πρβλ. [[χρυσηλάκατος]]. 3) τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] τοῦ ἱστοῦ, [[ὅπερ]] ἦν πεποιημένον [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ στρέφηται, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 565 (ἴδε Σχόλ.), Ἀθήν. 475A. 4) μηχανὴ δι᾿ ἧς ἀνεσύροντο ἐκ τῆς θαλλάσσης τὰ δίκτυα ἢ ἄλλα βάρη. ἀλλαχοῦ [[ὄνος]], Σχόλ. Θουκ. 7. 25.·
|lstext='''ἠλᾰκάτη''': κᾰ, ἡ, Δωρ. ἠλακκάτᾱ Εὐ., ἀλακάτᾱ Θεόκρ.· (ἴδε ἐν λ. ἄρκυς): -[[ἠλακάτη]], «ῥόκα», Λατ. colus, ἐφ᾿ ἧς τυλίσσεται τὸ [[ἔριον]], Ὀδ. Δ. 135, πρβλ. Α. 357, Ἰλ. Z. 491, Εὐρ., κτλ.· ἡ ἠλ. τοῦ ἀτράκτου, ἡ [[ῥάβδος]], τὸ [[στέλεχος]] τοῦ ἀτράκτου, Πλάτ. Πολ. 616C· πρὶν γηραιῇσι μιγήμεναι ἠλακάτῃσιν, πρὶν ἔλθῃ εἰς τὸ [[γῆρας]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6280B. 18. ΙΙ. ὡς τὸ ἄτρακτος, ἐπὶ πολλῶν πραγμάτων ἐχόντων τὸ [[σχῆμα]] τῆς ἠλακάτης, ὡς: 1) «καλαμοκάννι», τὸ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς γόνατος [[μέχρι]] τοῦ ἑτέρου [[μέρος]] τοῦ καλάμου, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 2, 1· [[δόναξ]] ῾Ησύχ.· πρβλ. [[πολυηλάκατος]]. 2) [[βέλος]], ὡς τὸ ἄτρακτος, Ἡσύχ., πρβλ. [[χρυσηλάκατος]]. 3) τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] τοῦ ἱστοῦ, [[ὅπερ]] ἦν πεποιημένον [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ στρέφηται, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 565 (ἴδε Σχόλ.), Ἀθήν. 475A. 4) μηχανὴ δι᾿ ἧς ἀνεσύροντο ἐκ τῆς θαλλάσσης τὰ δίκτυα ἢ ἄλλα βάρη. ἀλλαχοῦ [[ὄνος]], Σχόλ. Θουκ. 7. 25.·
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />quenouille.<br />'''Étymologie:''' orig. inconnue.
}}
}}